Τετάρτη των τεφρών, Μονόκλ
Πεζή ποίηση. Περιοδικό Μονόκλ . «Πόσο με πληγώνεις!» ψιθύρισε το κάρβουνο στο ξύλο. «Καθόμουν εκεί, μες στην χωρίς όνειρα αυτοκρατορία της πέτρας, και μετά ήρθες και έβαλες τα δάχτυλά σου –πόσο κρύα είναι!– στο δέρμα μου, και μέτρησες τα οστά μου, και ψηλάφισες τις ουλές μου. Και τώρα η φλόγα σφυρίζει μέσα μου και θρυμματίζομαι, θρυμματίζομαι σε τόσα πολλά στόματα, το καθένα τους άστρο, πυγολαμπίδα, πληγή.» «Κοίτα όμως και μένα!» απάντησε το ξύλο. «Δεν πρόλαβα να σ’ ακουμπήσω και ήδη γίνομαι κάρβουνο και γω. Το δέρμα μου σκάει σε δεκάδες φλεγόμενα σημεία, τα μάτια μου είναι δακρυσμένα και τυφλά, το σώμα μου γίνεται καπνός. Μήπως σε πόνεσα χωρίς να πονέσω και γω; Είμαστε το ένα το τέλος του άλλου. Και η αρχή. Κάποτε ήμασταν νέα βλασταράκια στο δέντρο, και τώρα, όταν ενώνουμε τα στόματά μας να φιληθούμε, ανασαίνουμε τέφρα.» «Επειδή είμαστε ορφανά από δέντρο μας κατάντησαν έτσι!» έκλαψε πικρά το κάρβουνο. «Η τέφρα όμως επιβιώνει», απάντησε το ξύλο. «Είναι αυτό που επιβιώνει.»