Aγωγή-Μονόκλ
Περιοδικό Μονόκλ Αγωγή I Το σκοτάδι δεν ήταν ακόμα βαθύ· ήταν το σκοτάδι μιας μέρας που αρρώστησε νωρίς. Άκουσα έναν ήχο· δεν ήξερα αν ήτανε κλειδιά μασούρι ή αρμαθιά από κόκκαλα. Δεν ήξερα ποιον να ρωτήσω. Ήταν η βροχή. Το κεφάλι μου όλο ήταν ένα μαύρο σύννεφο, πυκνό. Δεν είχα πια κανένα κέντρο. Ήμουν μια καθαρή συσσώρευση και τώρα έβρεχα, έβρεχα πάνω σ’ όλα όπως άλλοι κλαίνε, όχι εγώ— όχι πια εγώ. ΙΙ Είχα το βλέμμα τρομαγμένου ζώου· δε μπορούσα να το δω. Κανένα ζώο δεν μπορεί να δει τον φόβο του. Κι όμως γνωρίζουμε, τυφλοί, με βεβαιότητα αυτό το βλέμμα. Είναι όταν όλα τα πράγματα μικραίνουν καθώς απομακρύνονται. Είναι όταν όλα τα πράγματα έχουν χρώμα γκρι, κι όταν υπάρχει, ξαφνικά, μια ησυχία και το δωμάτιο είναι όλα τα δωμάτια κι ο άνθρωπος αυτός που σε κοιτάζει είναι όλοι οι άνθρωποι. Κι όταν μιλάει τον ακούς αλλά δεν τον ακούς. Δε σε αφήνει το αίμα σου ν’ ακούσεις. I ΙΙ Να κάνεις ένα βήμα. Να κάνεις πολλά βήματα, ένα μετά το άλλο, στη σειρά. Αλλά πού σε