Aγωγή-Μονόκλ

 



Αγωγή

 

I

 

Το σκοτάδι δεν ήταν ακόμα βαθύ·

ήταν το σκοτάδι μιας μέρας 

που αρρώστησε νωρίς.

Άκουσα έναν ήχο· δεν ήξερα

αν ήτανε κλειδιά μασούρι

ή αρμαθιά από κόκκαλα.

Δεν ήξερα ποιον 

να ρωτήσω. Ήταν η βροχή.

Το κεφάλι μου όλο ήταν

ένα μαύρο σύννεφο, πυκνό.

Δεν είχα πια κανένα

κέντρο. Ήμουν μια καθαρή

συσσώρευση και τώρα 

έβρεχα, έβρεχα πάνω σ’ όλα

όπως άλλοι κλαίνε, όχι εγώ—

όχι πια εγώ.

 

 

 

ΙΙ

 

Είχα το βλέμμα

τρομαγμένου ζώου·

δε μπορούσα να το δω.

Κανένα ζώο δεν μπορεί

να δει τον φόβο του.

Κι όμως γνωρίζουμε,

τυφλοί, με βεβαιότητα 

αυτό το βλέμμα. 

Είναι όταν όλα τα πράγματα

μικραίνουν καθώς απομακρύνονται.

Είναι όταν όλα τα πράγματα

έχουν χρώμα γκρι,

κι όταν υπάρχει, ξαφνικά,

μια ησυχία 

και το δωμάτιο 

είναι όλα τα δωμάτια

κι ο άνθρωπος αυτός που σε κοιτάζει

είναι όλοι οι άνθρωποι.

Κι όταν μιλάει

τον ακούς αλλά δεν τον ακούς.

Δε σε αφήνει το αίμα σου

ν’ ακούσεις.

 

 

IΙΙ

 

Να κάνεις ένα βήμα.

Να κάνεις πολλά βήματα, ένα μετά το άλλο, στη σειρά.

Αλλά πού σε πηγαίνουν αυτά τα βήματα;

Σε πηγαίνουν σ’ αυτό το ξέφωτο

όπου λείπει ο ουρανός·

αυτή την τρύπα στη διάταξη

του κόσμου.

Κι εδώ ο κόσμος πυκνώνει.

Εδώ ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα μιας κατάρρευσης

που την προκαλεί το βάρος του.

Σου τρυπάει τα δάχτυλα

και δεν μπορείς να γράψεις.

Εδώ ο κόσμος σε ρωτάει:

θα μ’ αντέξεις;

 

 

ΙV

 

Ο θάνατος, είναι γνωστό,

είναι μονάχα μια μεταφορά.

 

Στον σταθμό όλα τα τραίνα φεύγουνε νωρίς.

Δεν έχει σημασία, λέει ο υπάλληλος

και χασμουριέται

στα αδέκαστα γκρίζα του·

 

προλαβαίνεις.

 

 

V

 

Τις Κυριακές, στις αγορές,

ο λυπημένος ποιητής

θα περιφέρει πάλι το λυπημένο του κεφάλι

σε δίσκο. Περαστικοί

θα του πετάξουν κέρματα.

Θα είναι όλα δεκάρες.

 

Θα ψάξει στην τσέπη του

για κάτι πιο βαρύ

ν’ αποθέσει στα μάτια του

στο λυπημένο του κεφάλι.

 

Θα προσέξει πως έχει ξεχάσει

να φορέσει κάλτσες.

 

Ένα σκυλί, που θα το ’χουνε

μόλις κλωτσήσει δυο τσογλάνια

θ’ αλυχτήσει μιαν αλήθεια

στη μέση του δρόμου· εκεί,

μπροστά σ’ όλους, ξεδιάντροπα.

 

 

VI

 

Kαι δε θα πληρώναμε κάποτε

για το πόσο γλυκιά

είναι η ζωή; 

Ύπουλα γλυκιά·

τόσα στρώματα πίκρας

πάνω της

για να σε ξεγελάσουν

όταν την καταπίνεις.

 

 

VII

 

Συγκεντρώσου στο επίμονο μπλε.

Συγκεντρώσου στο ανυπότακτο αηδόνι.

 

Συγκεντρώσου στο ουσιαστικό, στο 

ουσιαστικό που γυμνώνεται

από κάθε επίθεμα. Ψηλάφισε

αυτή την πέτρα πάνω απ’ το δέρμα

κι εκείνη την πέτρα κάτω απ’ το δέρμα σου.

 

Το αίμα σου φουσκώνει με όλα τα αίματα.

Το σπέρμα σου ταξιδεύει σ’ εκείνη τη φάλαινα

που δε βρήκε συχνότητα επικοινωνίας, μόνο τη θάλασσα

να γυρίζει ατέλειωτα στην αρχή της.

 

 

VIII

 

Αυτή η θρυμματισμένη 

μάσκα είναι η φωνή.

Όχι κάτι ανθρώπινο.

Κάτι μετά απ’ τη στάση

του όρθιου σώματος.

Κάτι που τραγουδάει

με μηχανήματα και

με καλώδια. Όχι εγώ.

Η φωνή μου με φοράει

κι όταν κουράζεται 

από το ένδυμά μου

μ’ αφήνει

να σωριαστώ στο πάτωμα

βουβός, απρόσωπος, ίδιος

με οτιδήποτε, ένας 

που τον προσπερνάς τώρα

και θα τον ξαναπροσπεράσεις αύριο—

εσύ.

 

 

ΙΧ

 

Θα συνοψίσω τους Μεταφυσικούς,

τους Ρομαντικούς, τους Σουρεαλιστές

σ’ αυτή τη δυσκολία κατάποσης,

τον ανακλαστικό μου βήχα.

 

Θα τους ξεράσω.

Θα τους ξανακαταπιώ δακρύζοντας.

 

Θα τελειοποιήσω τη σχέση μου

με τη διαλεκτική των φαρμάκων.

 

 

Χ

 

Εμπρός και πάλι εμπρός,

ω, τσακισμένο δόρυ του δεξιού μου βραχίονα.

 

Ω, ερώτηση προς τα πάνω

στο Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία

χωρίς απάντηση 

όλη τη νύχτα.

 

Ανάκλιντρα και κρεβάτια ενός θιάσου

από ακροατές του άλγους,

αρχέτυπα, ιδέες επουράνιες,

της μίας χρήσης χαρτιά

πιτσιλισμένα μ’ εκκρίσεις. Πεταλούδες 

που τους καρπούς μου δαγκάνουν.

Συνδέσεις μου, τραγούδια υπέρηχων,

γραφήματα δυσερμήνευτα 

του ενεδρεύοντος βάθους μου.

 

Εμπρός και πάλι εμπρός—

κάτι μας περιμένει

εκεί. Ανατριχιάζουν οι σκιές

στην όψη των ηττημένων όπλων που φέρουμε.

Αδημονούν.

 

 

ΧΙ

 

Αυτό το πατ πατ πατ

που κάνει η βροχή

στα πλακάκια της αυλής

είναι μνημείο στις σκέψεις μου:

συνεκδοχή των ρυθμών ενός νου

που σκόρπισε.

Όταν σβήσουν οι λέξεις

μένει μονάχα η μουσική, τελειότερη,

όσο τελειότερη είναι η βροχή

απ’ ό,τι γράφω,

μονότονη μόνο για το απροσήλωτο ους,

πυκνώσεις κι αραιώσεις πολύρυθμες

και ήχοι της πέτρας, του χώματος, των φύλλων,

ήχος του κέλυφους του υπομονετικού σαλιγκαριού

και της μεταλλικής υδρορροής,

ήχος του αίματός μου

και των παλμών του.

 

Άλλη μια ανεξήγητη Άνοιξη στη νεκρή ζώνη,

οι φίλοι μου λιγότεροι,

εγώ γυμνός όπως με γέννησ’ η μάνα μου,

ένας Οιδίποδας καθηλωμένος

χωρίς αίνιγμα,

χωρίς θηρίο.

 

 

ΧΙΙ

 

Πρέπει να ρυθμιστείς σου λένε·

σαν να είναι οι φλέβες σου χορδές

παράφωνες. Το μείζον σου

λιγότερο από μείζον,

το ελάσσον σου επέκεινα

του ελάσσονος. 

 

Είσαι μια σπασμένη κιθάρα.

Αλλά ο χώρος όπου έσπασες

είναι ενιαίος.

Ο ήχος απ’ τη θραύση σου

ταξιδεύει ενιαία.

Κι αυτό είναι το τραγούδι σου.

 

 

ΧΙΙΙ

 

Τα πουλιά εμψυχώνουν

το δύσκολο κύλισμα της μέρας 

στην Άνοιξη.

 

Η μέρα είναι μια πέτρα

στην ανηφόρα. Πότε-πότε

ένα κακόφωνο πουλί

 

(το φαντάζομαι μαύρο),

διακόπτει το κελάηδημα.

Κάποτε σωπαίνουν όλα μαζί.

 

Κι αυτό ακόμα είναι μια σχέση

με την παράδοση, γιατί υπήρξαν

άλλοι, πριν από μένα, που άκουσαν

 

το κελάηδημα έξω απ’ το παράθυρο,

υπήρξαν άλλοι που άκουσαν

πριν από μένα το κακόφωνο πουλί.

 

Κι υπήρξαν άλλοι που άκουσαν

τη σιωπή μετά και σώπασαν κι άκουσαν 

το τραγούδι μετά τα τραγούδια.

 

 

XIV

 

Η άρνηση δεν εμφανίζεται

σε κόκκινο θάλαμο.

Δεν οδηγεί στην εικόνα.

Είναι μια θηλιά κλωστής στο πλεχτό,

που ξεφεύγει. Ένας στίχος

άστοχος, μια παραπάνω συλλαβή,

μια ατυχής χασμωδία.

 

Στο ποίημα προβάρεις

ένα απόσπασμα

με όλες τις κάννες στραμμένες

εναντίον σου.

Τα όπλα είναι ψεύτικα·

τα πυρά πραγματικά.

 

 

XV

 

Αυτοεξετάσου: 

Η εντολή της εποχής.

Όλα μέσα σου είναι περισσότερα

κι αυτή η περίσσεια αβάσταχτη.

Κρατήσου γερά· η αγωγή

 

στοχεύει στη μείωση·

δεν έχεις να κάνεις με ίωση.

Αφαιρέσου· και μ’ όση

πνοή σ’ απομένει, γίνε ένα αλλιώτικο ’συ. 

Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ