Το φορτηγό, Φρέαρ

 

Διήγημα. Περιοδικό Φρέαρ.

Συμπλήρωναν, το Σάββατο, δεκαεφτά χρόνια γάμου. Όπως όλοι, είχαν κι αυτοί τα προβλήματα τους. Ο Λουκάς έλειπε πολύ, λόγω επαγγέλματος. Τα ταξίδια με το φορτηγό κρατούσαν μέρες, και η Σταματία είχε τις πικρίες της για το γεγονός ότι είχε πάει περισσότερες φορές μόνη παρά με τον άντρα της να δει το Γιάννη στην παρέλαση ή την Άννα στο μπαλέτο. Ήταν επίσης πως ο Λουκάς, που ήταν πάντα λιγομίλητος, είχε γίνει πολύ περισσότερο έτσι μετά από ένα ταξίδι στη Γερμανία, θα ήτανε κοντά τρία χρόνια. 

Κατά μέσο όρο όμως, ήταν ένας καλός γάμος. Ο Λουκάς τη νοιαζόταν την οικογένεια, δεν ξεπόρτιζε, δεν έπινε. Κι ήταν πράος και καλός άνθρωπος, και στα παιδιά είχε αδυναμία. Όλο και κατιτίς τους έφερνε από κάθε ταξίδι, και στην πάντα έβαζε τακτικά για τις σπουδές τους.

Υπήρχαν βέβαια κι αυτές οι μισοκωμικές ατέλειες, το αλατοπίπερο ας πούμε της θνητότητας στην επουράνια ευτυχία του εις σάρκαν μίαν. Χρόνο πολύ η Σταματία δεν είχε, γιατί δούλευε κι αυτή κάποιες ώρες γαζί σε μια βιοτεχνία. Καλή δουλειά, αν λάβεις υπόψη πόσο κατά διαόλου είχε πάει η χώρα. Και συννενοήσιμο αφεντικό. Σπάνιο πράγμα. Και καθώς ο χρόνος δεν περίσσευε για λαϊκές, λαχανικά η Σταματία προτιμούσε συχνά τα κατεψυγμένα. Μπιζέλια, αγκινάρες, αρακά και τα παρόμοια. Τα παιδιά δεν ενθουσιαζόντουσαν βέβαια με τέτοιο μεσημεριανό, αλλά δεν κάνανε και επανάσταση! Μόνο ο Λουκάς, είχε κοντά τρία χρόνια, άλλαζε χρώμα, έβαζε τις φωνές, αρνούνταν να αγγίξει το πιάτο. «Αμάν, βρε Λουκά», του έλεγε η Σταματία, «ούτε ο Ωνάσης να ’σουν! Η μανούλα σου πάντα φρέσκα σε τάιζε;»

Εις μάτην. Απέστρεφε πρώτα το βλέμμα κι έπειτα σηκωνόταν βαρύς-βαρύς να πάει στην τηλεόραση, το πιάτο του ανέγγιχτο. Έπεφτε λίγη ώρα μια σιωπή στο τραπέζι της κουζίνας, και τα παιδιά κοιτάζανε προς τα κάτω από αμηχανία. Αλλά, μιας και κυλούσε η ζωή χωρίς κανένα δράμα μεγαλύτερο, η ξαφνική και κάθετη απέχθεια του Λουκά για τα κατεψυγμένα είχε γίνει ένα άκακο ανέκδοτο σε βάρος της αυθαίρετης παραξενιάς αυτού του πάτερ φαμίλιας με τις καινούργιες αριστοκρατικές ιδιοτροπίες, αν και μεγάλωσε στην Κοκκινιά.

Ανήμερα, αλίμονο, της επετείου τους, ο Λουκάς, που είχε γυρίσει από τη Γερμανία δυο μέρες πριν με το φορτηγό μες στις βροχές και τα κρύα, αρρώστησε άσχημα. Ανέβασε πυρετό στα ύψη, τα μάτια του κοκκίνησαν, έβηχε ασταμάτητα. Πνευμονία, είπαν οι γιατροί. Και κάπνιζε κιόλας, του κεφαλιού του και σ’ αυτό, κι ας γκρίνιαζε κάθε τόσο—ήπια βέβαια—η Σταματία. Τη νύχτα, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, άρχισε να παραμιλά. Η Σταματία τρόμαξε. «Θα πεθάνω», μουρμούριζε. «Θα πεθάνω. Υπερθέρμανση. Υπερθέρμανση. Το ψυγείο. Η κωλοκατάψυξη.»

«Σώπα Λουκά, ο πυρετός είναι», του είπε. «Νομίζεις πως κρυώνεις επειδή ψήνεσαι. Θα περάσει».

«Το φορτηγό», είπε ο Λουκάς, χωρίς να μοιάζει να την άκουσε και χωρίς να ’χει ξυπνήσει, χαπακωμένος και σε ντελίριο.

«Ας τη δουλειά τώρα, μην τη σκέφτεσαι, δε βλέπεις το χάλι σου;», του απάντησε μπαϊλντισμένη απ’ το ξαφνικό και ανήσυχη η Σταματία.

Ο Λουκάς σήκωσε λίγο το σώμα του και άνοιξε τα μάτια. Αλλά δεν ήταν πραγματικά ξύπνιος. Τα μάτια του δεν την κοίταγαν καν.

Και τότε άρχισε να μιλάει με προτάσεις, αλλά χωρίς τόνο, μηχανικά: «Μια μέρα, πάνε τρία χρόνια περίπου, πήρα το φορτηγό με το μεγάλο ψυγείο για δρομολόγιο στη Γερμανία. Ντίσελντορφ. Αλλά το ψυγείο πίσω δεν είχε τρόφιμα. Είχε ανθρώπους. Μετανάστες. Λαθραίους. Απ’ το Αφγανιστάν.»

Η Σταματία ένιωσε το πλαστικό πάτωμα του θαλάμου να λιώνει στα πόδια της. Το στήθος της ανέβαινε ολοταχώς προς το λαρύγγι της και της έφραζε τον αέρα.

«Γιατί δέχτηκες τέτοιο πράμα, Λουκά;»

«Ο Γιάννης. Τα φροντιστήρια. Ήθελες να στείλουμε την Άννα μπαλέτο. Η σύνταξη της μάνας μου κόπηκε, θυμάσαι, δεν έφταναν. Τα είχαμε ανάγκη.»

«Τι συνέβη». Δεν υπήρχε ερωτηματικό στη φράση της. Είχε μαραθεί, μαζί με τη φωνή της. Δεν υπήρχε ερώτηση, μόνο η επιθυμία του αέρα στα πνευμόνια της να βγει έξω.

«Η συμφωνία ήταν ξεφορτώνω στο Ντίσελντορφ. Άνοιξα το ψυγείο. Δεν κουνιόταν άνθρωπος. Ψυχή. Ήτανε καλοκαίρι. Ζέστη. Ασφυξία. Τριάντα άτομα. Κούνησα με το πόδι κανα δύο. Τίποτα. Έκανα ένα τσιγάρο να σκεφτώ. Μπήκα πίσω στο τιμόνι. Οδήγησα σ’ έναν παράδρομο. Αν το βρίσκαν το φορτηγό ήμουν χαμένος. Το έλουσα βενζίνη και του ’βαλα φωτιά. Πήρα στο αφεντικό, στη φορτοεκφορτωτική. Φοβήθηκαν για την εταιρία. Μου πλήρωσαν τρένο να γυρίσω. Και με κράτησαν στη δουλειά.»

Η Σταματία δε μίλησε άλλο και δεν κοιτούσε το Λουκά. Κοιτούσε έξω, στο μαύρο τίποτα της νύχτας έξω απ’ το παράθυρο του θαλάμου.

«Σταματία. Την ώρα που καιγόταν το φορτηγό, ορκίζομαι πως άκουσα κάποιον να κουνιέται μέσα στο ψυγείο.»

Δεν τον κοιτούσε. Ανάμεσα στο κρεβάτι και την καρέκλα άνοιξε ένα βαθύ και σκοτεινό χάσμα. Το μαύρο τίποτα. Εκτείνονταν σε όλα και τα κατάπινε. Τα δεκαεφτά χρόνια γάμου, τα παιδιά, το μπαλέτο, τα φροντιστήρια. Δεν ακουγόταν τίποτε τώρα πια στο θάλαμο. Ο Λουκάς κοιμόταν. Μονάχα έξω, στον αυτοκινητόδρομο, σφύριζαν στο διάβα τους πάνω στην άσφαλτο μεγάλα φορτηγά.


Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ