Τέσσερα Ποιήματα, Θράκα
Interregnum
(από το "Ο εικοστός πρώτος αιώνας", μέρος ΙΙ)
Στο μεσοδιάστημα
των ζωτικών φαντασιώσεων
η οξείδωση της λυρικής
φωνής. Ατελέσφορη η αυγή
και οι συμβουλάτορες
βουβοί. Panem et circenses.
Η αυτοκρατορία
μια ανάπηρη πόρνη
βάφει τα μαλλιά της σταχτί.
Οι στωικοί
αυτόχειρες ξηλώνουν τις
ραφές τους, ξετυλίγουν
τα σπλάχνα τους, επαναλαμβάνουν μάταια
τον κύκλο. The center cannot hold:
Ανάμεσα στο σίδερο της ισχύος
και στο σίδερο της διάψευσης
η απόμακρη φλόγα, η αδιάφορη φωτιά.
Το βασίλειον
του υπομονετικού βιβλιοσκώληκος
ελεύσεται.
***
Αυτός που τον πατέρα του στους ώμους κουβαλάει
(από το "Ο εικοστός πρώτος αιώνας", μέρος ΙΧ)
Αυτός που τον πατέρα του στους ώμους κουβαλάει, ένα ζευγάρι γέρικα πόδια
γεννώντας απ’ την άδεια του κοιλιά, για μενταγιόν φορώντας δυο
τρεμάμενα κόκαλα ντυμένα με δέρμα λιοκαμένο, κι ένα
κεφάλι πίσω απ’ το κεφάλι του στηρίζοντας
αυτός που αναλαμβάνει την αβάσταχτη
ελαφρότητα του σκελετού του να σηκώσει πάνω στις σπασμένες
πέτρες της ρημαγμένης πολιτείας, το ματωμένο δέντρο στην ξερολιθιά
που σηκώνει τη ρίζα του με τα ίδια τα κλαδιά του, είναι ο άνθρωπος που αρχίζει από Άλφα,
που φέρει ο ίδιος τις προϋποθέσεις του στην πλάτη, το βιβλίο που παραθέτει
όλα τα προηγούμενα βιβλία, το ευρετήριο κάθε ευρετηρίου,
το αρχέγονο διακείμενο, παιδί που του πατέρα του
είναι πατέρας, σκέπη του ανέστιου κόσμου
θύμα του Οδυσσέα κι ο Οδυσσέας μαζί,
ο Βιργίλιος κάτω απ’ το βάρος του Ομήρου,
ο Βιργίλιος χωρίς ελληνικά δεσμά, ο ξένος, η αντανάκλαση
που δραπέτευσε απ’ τον καθρέφτη μας, η ευλογία που μας δίνεται, η πληγή που μιλάει.
***
Η κούπα
Μισό μηδέν
για να κρατώ
το όλον·
λευκό χιόνι
πορσελάνης
ημισέλινος
σκιάς
στίλβη
χείλους—
η αγαθή συμπαιγνία
περιέχοντος
και περιεχομένου
δίπλα μου
συντροφιά
στο δρόμο
χωρίς ίχνη
σ’ αυτό το σιωπηλό
μονοπάτι.
***
Κβάντα
Ο πατέρας μου, ο ασθενής δίπλα του, η γυναίκα του,
που ξάπλωσε το κεφάλι της μπρούμυτα στο προσκεφάλι
και κοιμάται δίπλα του, τα ιατρικά
μηχανήματα, οι ηλιαχτίδες που πλημμυρίζουν το δωμάτιο,
εγώ, τα δάχτυλά μου πάνω στα πλήκτρα,
η νεκροφόρα που περιμένει έξω
με ανοιχτή την πίσω πόρτα, τόσες συνομαδώσεις
ατόμων, κάποιες συνειδητές, κάποιες ασύνειδες,
χοροί της ύλης, έργα του έλλογου νου,
πόσο μυστήρια είναι όλα!
Θα μπορούσε κανείς να τραγουδά μαζί με το Λουκρήτιο
για την Αφροδίτη που μας δένει όλους με όλα τώρα,
τώρα, τώρα
και ποτέ ξανά,
και πάντα ξανά, και εις τους αιώνας των αιώνων
αμήν, κβάντα,
παράφορη γλώσσα και παράδοξη αλήθεια
ατάραχη παρηγοριά του πεπερασμένου, ενδοφλέβια
εμπειρία του αντικειμενικού.
Στο θάλαμο βασιλεύει ο ύπνος των σωμάτων, αμφίσημος,
χημικός, κι εγώ συναθροίζω και σκορπίζομαι
υπό την ασταμάτητη βροχή
των υποατομικών σωματιδίων,
με τα όμορφα ονόματα, με την αδιάκοπη
ροή μέσα στο σώμα μου, κάτω
απ’ τα θεμέλια του νοσοκομείου,
κάτω απ’ τον μανδύα
της γης, μέσα στο διψασμένο από τη ζέστη
του θαλάμου
λαρύγγι μου.
Comments
Post a Comment