Αποκάλυψη, Μονόκλ
Μικροδιήγημα. Περιοδικό Μονόκλ.
Τι είδους τερατώδης μετάλλαξη ήταν αυτή! Η γη ολάκερη, ένα κουβάρι σημεία και τέρατα!
Στο χιονισμένο έδαφος κείτονταν χιλιάδες ακρίδες. οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά. Κάποιες ήταν ψόφιες ήδη, κάποιες χοροπήδαγαν ακόμα πάνω στο χιόνι. Ο ουρανός από πάνω, λευκός κι αυτός σαν το γάλα στα μάτια τυφλού, ήταν κι αυτός γεμάτος από δαύτες. Ή ίσως δεν ήταν ακρίδες αλλά οι στάχτες που θα πέφταν στα κεφάλια μας. Φυσούσε ένας αέρας σαν αυτόν που πρέπει να φυσάει στα έγκατα της κολάσεως. Ασφυχτικός. Σ’ έπνιγε.
Κι ο τυφλός ουρανός χαμήλωνε και χαμήλωνε πάνω μας. Κάποιοι πιο πέρα πνίγονταν ήδη στο πηχτό γάλα του. Τους πλάκωνε σαν τοίχος. Τα ρούχα τους γέμιζαν ακρίδες ή η στάχτη. Δεν έβλεπα καθαρά. Δεν άκουγα. Ούρλιαζαν αλλά δεν ακούγονταν, κι ας ήταν λίγο πιο πέρα από μένα.
Ήταν πράγματι η Αποκάλυψη. Το τέλος. Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Ελέησον, ελέησον, ελέησον.
[Κάποιος γύρισε τη σελίδα].
Comments
Post a Comment