Σοκολάτες, Φρέαρ

 



Διήγημα. Περιοδικό Φρέαρ.

Ίσως είναι το μόνο παιδί που θυμάμαι στο νηπιαγωγείο. Ένα μόνιμα θυμωμένο βλέμμα. Χοντρά κοκάλινα γυαλιά. Τασούλης, το όνομά του. Θυμάμαι πως με μισούσε με ένα μικρό και ανήμπορο μίσος. Αλλά δεν θυμάμαι τι μού έκανε. Δεν θυμάμαι επίσης κάποτε που να το θυμόμουν. Ούτε και κάποτε που να μη θυμόμουν το όνομα, τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά, πολύ μεγάλα για το μικρό πρόσωπό του, το μόνιμα θυμωμένο βλέμμα. Είναι εκεί ακόμη, σε μια έγχρωμη φωτογραφία Πολαρόιντ, ντυμένος, αν δεν κάνω λάθος, κάουμποϊ, σε κάποιο παιδικό αποκριάτικο πάρτι. 

Το νηπιαγωγείο ήταν πολύ μικρό. Μια σταλιά χώρος. Η δασκάλα δεν μας αγαπούσε. Ήταν ξερακιανή και φορούσε κάτι σκούρα γυαλιά, από αυτά που έβλεπες συχνά στη δεκαετία του ’70, και που ήταν κάτι ανάμεσα σε γυαλιά μυωπίας και γυαλιά ηλίου. Του Τασούλη τα γυαλιά ήταν μονάχα μυωπίας. Τον έκαναν να μοιάζει με μια θυμωμένη χελώνα. Δεν θυμάμαι να ρώτησα ποτέ γιατί ήταν όλο θυμωμένος κι όλο έκλαιγε. Αλλά μετά, κάποια μέρα, έκανε αυτό που μου έκανε και που ξέχασα, καθώς φαίνεται, την ίδια μέρα. 

Και να πώς το ξέχασα: Πήγα στο σπίτι και παραπονέθηκα. Τότε κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, μου είπε πως ο Τασούλης, που τον μεγάλωνε, μου είπαν, η γιαγιά του (δεν ρώτησα πού ήταν οι γονείς του), ήταν θυμωμένος γιατί η καρδιά του ήταν χαλασμένη. Κάποια βαλβίδα, μου είπαν τότε, είχε πρόβλημα. Και ο Τασούλης δε θα ζούσε μάλλον για πολύ. 

Φοβήθηκα τότε. Δεν είχα ξανακούσει –ήμουνα πεντέμιση ίσως χρονών– ότι πεθαίνουν και παιδιά. Και ένιωσα άσχημα πολύ που θύμωσα μαζί του. Δεν ήξερα τότε τι είναι η συγχώρεση, αλλά νομίζω ο Τασούλης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συγχώρεσα. Δεν τον ξαναθυμάμαι μετά από εκείνη τη μέρα. Ίσως –έτσι νομίζω– απέφευγα το βλέμμα του εντελώς. Το απέφευγα γιατί δεν ήξερα πώς να τον κοιτάξω, αφού εμείς οι υπόλοιποι το πολύ να είχαμε κάποιο χαλασμένο παιχνίδι, αυτός όμως είχε χαλασμένη καρδιά.

Μετά πήγαμε στο δημοτικό, διακόσια μέτρα παρακάτω, και θα τον ξεχνούσα εντελώς αν δεν μου έλεγαν ότι η γιαγιά του είχε το περίπτερο από όπου αγοράζαμε καμιά σοκολάτα, ανεβασμένοι στα κάγκελα. Η γιαγιά του ήταν καλή, και το περίπτερο επίσης, γιατί είχε σοκολάτες και άλλα ωραία πράγματα, και αυτό ήταν μια αποζημίωση για το μόνιμα θυμωμένο βλέμμα του Τασούλη. 

Μια μέρα ο Τασούλης δεν ήρθε στο σχολείο, και ούτε την επόμενη ή τη μεθεπόμενη και η δασκάλα, που ούτε αυτή μας αγαπούσε, μας είπε ότι ο Τασούλης πήγε να βρει τον Κύριο και ήταν τώρα άγγελος. Δεν ήξερα ποιον Κύριο πήγε να βρει ούτε τι σόι άγγελος ήταν με κείνες τις γυαλαμπούκες και το μόνιμο θυμό στα μούτρα, αλλά η γιαγιά του μας μοίρασε γκοφρέτες, «να τον θυμόμαστε», είπε, κι εμείς τις φάγαμε λαίμαργα και δεν θυμάμαι αν είπαμε και καμιά κουβέντα αρμόζουσα στο πένθος της περίστασης –διότι ποιος σου έδινε τζάμπα γκοφρέτες για να το ψειρίσεις. Τώρα είναι πολλές δεκαετίες πεθαμένη, είμαι βέβαιος, οπότε δεν μπορώ να της πω ευχαριστώ για τη γκοφρέτα και πως τον θυμάμαι ακόμη.

Κάποιες νύχτες που με μάλωναν άσχημα οι γονείς μου κι ένιωθα αδικημένος καθόμουν από νωρίς στο κρεβάτι και σκεφτόμουν εκδικητικά πως είχα πεθάνει σαν τον Τασούλη και με κήδευαν σε ένα μικρό φέρετρο και όλοι έκλαιγαν και μετάνιωναν πικρά και μάταια για το πώς μου είχαν φερθεί. Ωστόσο αυτό νομίζω πως ήταν εντελώς διαφορετικό απ’ τον θυμό του Τασούλη, που ήθελε μόνο να ζήσει και όχι να τον κλαίνε. Νομίζω πως ήθελε να ζήσει περισσότερο από όλους μας γιατί ήταν ο μόνος που το ήξερε συνειδητά. Αλλά ήξερε πως είχε γεννηθεί με χαλασμένη καρδιά, κι έτσι μας έβλεπε μόνο να τρέχουμε και να γελάμε και ούτε μπορούσε να τρέξει ούτε γελούσε. 

Τότε όμως δεν τα σκεφτόμουν όλα αυτά. Περνούσε η νύχτα και η μπόρα μου και την άλλη μέρα τα είχα όλα ξεχάσει. Μόνο καμιά φορά που έβλεπα σοκολάτες αμυγδάλου ή γάλακτος στα περίπτερα τον σκεφτόμουν. Τον έβλεπα για λίγο, σ’ ένα περίπτερο, να πουλάει σοκολάτες και γκοφρέτες στα παιδιά –γλυκιές σαν τη ζωή– με θυμωμένο βλέμμα, σαν να τον είχαν κλέψει.

Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ