Τρία ποιήματα, Στάχτες
Κάπα, και Κάπα πάλι
Στο σπίτι του κρεμασμένου
δε μιλάνε για σκοινί
δε μιλάνε για τον κρεμασμένο
δε μιλάνε για το σπίτι.
Αλληγορώ, το ξέρετε.
Δεν ήτανε κρεμάλα.
Εισέρχομαι στο διαμπερές
διαμέρισμα
που άνοιξε η πυρίτιδα.
Χειραψίες χάχανα
οινοχόοι θαμώνες
ούτε μια αλλαξιά
για τον πεθαμένο.
Τ´ όνομά του λέκιαζε
το λευκό
πουκάμισο (τ’ άγραφο βιβλίο)
Κάππα,
και Κάππα πάλι
δυο κηλίδες κόκκινες
(κι όχι πια μονόγραμμα, κι ούτε υπουργός)
κι έστηναν χορούς
οι μικροί του θάνατοι
στο υγρό χορτάρι
στους λερούς της δρόμους
άπλωνε η κηλίδα του—
στους λερούς της δρόμους.
Η ύπαρξη της Ιταλίας
(για το Διονύσιο Σολωμό)
Δεν προσφέρεται η Ιταλία, αλλά τεκμήρια ότι υπάρχει.
T.W. Adorno and M. Horkheimer, Η διαλεκτική του διαφωτισμού
Νάματα, θάματα, μορφών τερπνών τα κράματα
Αγγέλων φτερουγίσματα, λογιών γυαλιά σπασμένα
Ναών ηχεί η κένωση, φωνών ψηλών η πλέξη
Κλάματα και σπαράγματα, και όλα μελωδούνε.
Πραγματεία για τη δημοτική ποίηση
Είναι μεταφυσικά αληθές πως όλη η φύση θ’ άρχιζε να θρηνεί αν της δινόταν γλώσσα [...] Αλαλία: αυτή είναι της φύσης η μεγάλη θλίψη.
Walter Benjamin, «Περί της γλώσσας ως τέτοιας και περί της γλώσσας του ανθρώπου»
Ενώ στο σύμβολο, με τη μεταμόρφωση του νεκρού αποκαλύπτεται φευγαλέα το μετουσιωμένο πρόσωπο της φύσης κάτω απ' το φως της λύτρωσης, στην αλληγορία, το ιπποκρατικό πρόσωπο της ιστορίας κείτεται μπροστά στα μάτια του θεατή ως άκαμπτο, αρχέγονο τοπίο.
Walter Benjamin, Οι απαρχές του γερμανικού τραγικού δράματος
Ανοίγουν χώρο για τον άνθρωπο οι σπηλιές:
μέσα στην πέτρα πιάνει ο μαλακός ο σπόρος
του θνητού, ζεσταίνει το κορμί
το αναμμένο κούτσουρο, τον κρύβει η οπή του βράχου
απ’ το καμπίσιο κράτος. Μα στο τραγούδι
για όλ’ αυτά, μη γελαστείς, κρύβεται μια χημεία
ανόργανη: ότι μιλάνε τα πουλιά ή πως τα δέντρα
κλαίνε, είναι μονάχα η παρηγοριά, πού ’μεινε
ο άνθρωπος άφωνος από λογισμό.
Βουβός ακούει στ’ όνειρο
του λόγου τη λαχτάρα.
Του ίαμβου το μέλος ξύνει
με δεκαπέντε νύχια
την ιστορία απ’ τις πέτρες, όπως την ξεραμένη κόρα
αίματος από παλιά πληγή, και μαγεμένοι
περπατάμε σε γεφύρι κρεμαστό προς τη σιωπή.
Αποκοιμιόμαστε κατόπι μες στη σκιά των φύλλων
και ξεχνιόμαστε, ανάμεσα σε θροΐσματα και φλοίσβους.
Ο κεραυνός της πρόζας μάς χρειάζεται λοιπόν,
η ταραχή μιας νέας καθόδου, προς τους δεσμώτες
και το σκοτάδι τους. Γιατί στη φυσική μας ιστορία,
πρόγονος είναι αυτός που με τα χρόνια
πατήθηκε στο χώμα, πέτρωσε στην υπομονή,
τον ξέπλυναν από τη γη βροχές
σαν να μην ήταν πάνω της ποτέ.
Την ήττα του κληρονομείς με το τραγούδι
όταν το στόμα σου σκληραίνει σ’ ένα ράμφος
που μελωδεί μ’ αφέλεια, σαν νά ’τανε αυτή
του κόσμου η πρώτη μέρα.
Δεν είναι η πρώτη μέρα.
Τον Προμηθέα θυμήσου,
αιώνες που τον τρώει το πουλί κι ο βράχος
για της φωτιάς το δώρο. Πένθησε το τραγούδι
που κατάπιες, λύσε τα μάγια
τα υπνωτικά του θρήνου,
μες στο φαρμάκι βρες το γιατρικό.
Comments
Post a Comment