Περί του νόμου της βαρύτητας, Μονόκλ
Είδα μια διαφήμιση όπου ένας αστροναύτης (πρώην αστροναύτης, εικάζω) διαφήμιζε στρώματα ύπνου, που από ό,τι κατάλαβα (δεν την είδα όλη) αναπαράγουν, υποτίθεται, την εμπειρία του ύπνου με μηδέν βαρύτητα.
Καιρό τώρα, υπάρχει μια συζήτηση για τον εποικισμό άλλων πλανητών, για παράδειγμα, του Άρη, και, αναπόφευκτα, κάποιος εκκεντρικός εκατομμυριούχος που εκπονεί σχέδια και κάνει υπολογισμούς κερδών, βυθομετρώντας την κοινή γνώμη για υποψήφιους συνδρομητές, πυκνώνοντας τις τάξεις των ουράνιων σωμάτων με έναστρα, προβολικά δολάρια.
Εδώ, ωστόσο, πρόκειται για τον εποικισμό του ονείρου. Και θα μπορούσε κάποιος, και δικαίως, να πει πως αυτός ο εποικισμός δεν ξεκίνησε τώρα αλλά με τις πρώτες διαφημίσεις, που με μικρά, έξυπνα σχεδιασμένα σκάφη προσγειώθηκαν στις χνουδωτές καμπύλες του ύπνου, φώλιασαν και επωάστηκαν στους κρατήρες του ασυνειδήτου, και εμβολίασαν την εντόπια πανίδα του με το εμπόρευμα, έτσι ώστε αυτό να μεταλλαχθεί ριζικά, και να εκτοπιστούν από εκεί βαθμιαία οι ερωτικές φαντασιώσεις, οι ιπτάμενες αγελάδες, τα νερά των πηγαδιών, οι νεκροί, τα χαμένα δαχτυλίδια και οι μαλακές κιθάρες και να εγκατασταθούν στη θέση τους αλοιφές θαυματουργές, γρασαρισμένες γραφομηχανές, κολώνιες ανδρών και γυναικών ή ποδήλατα με πνευματικούς τροχούς.
Ωστόσο θεωρώ πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη περίπτωση ποιοτικού άλματος: γιατί ποιος δεν είδε κάποτε στον ύπνο του σε όνειρο πως δεν τον όριζε πια ο νόμος της βαρύτητας και πως το να πετάξεις δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, δύσκολο; Είναι τόσο κοινό αυτό το όνειρο που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια ονειρική καθολικότητα της απαλοιφής της βαρύτητας, και ακόμα, μια πρωταρχική μνήμη αθωότητας, μιας εποχής χιλιετίες ξεχασμένης και ανακύπτουσας μοναχά στα όνειρα, όταν, όπως στους πίνακες ζωγραφικής του Σαγκάλ, το δύσκολο δεν είναι το πέταγμα μα να κρατηθείς στο έδαφος, όπως πασχίζουν να κάνουν τα σπίτια που ζωγραφίζει, που νιώθουν τις ρίζες των θεμελίων τους να τραβάνε προς τα πάνω, σαν χαλασμένα δόντια.
Βεβαίως, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος πως αυτό που κάθε τέτοιο όνειρο υπογραμμίζει, πως το πέταγμα είναι συνθήκη μοναχά εμπιστοσύνης, πως δηλαδή ούτε ένα κωμικό χτύπημα πάνω κάτω σε μίμηση φτερών των χεριών είναι αναγκαίο, ούτε κάποιο απόκρυφο και μυστικό εκχύλισμα χρειάζεται να πιείς, μα μόνο να εμπιστευτείς το σώμα σου στον αέρα—θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποθέσει πως αυτό είναι μονάχα η ασύνειδη μετατόπιση πραγματικών εμπειριών του ξύπνιου στο όνειρο. Γιατί πράγματι μαθαίνεις να κολυμπάς μόνο όταν μαθαίνεις το σώμα σου να εμπιστεύεται το νερό, που δεν είναι, υποτίθεται, το φυσικό του στοιχείο, αλλά από το οποίο, ως επί το πλείστον, αποτελείται. Ή, μαθαίνεις να ποδηλατείς, και απελευθερώνεσαι από εκείνες τις ταπεινωτικές βοηθητικές ρόδες που λειτουργούν, κατ’ αναλογίαν, σαν την ανάγκη για υποδήματα και δοκούς στήριξης, δηλαδή σαν υπενθυμίσεις του νόμου της βαρύτητας, μονάχα όταν εμπιστεύεσαι το σώμα σου στην εύρεση του σημείου δυναμικής ισορροπίας του.
Όποια όμως κι αν είναι η μνημονική πηγή των ονειρικών πτήσεων—κάποια μακρινή και ξεχασμένη καταγωγή από τα πουλιά ή κάποια μετατοπισμένη μνήμη της παιδικής ηλικίας—γεγονός είναι πως τη νύχτα, η εναέρια κυκλοφορία σωμάτων είναι ιδιαίτερα πυκνή, και οι συγκρούσεις δεν αποφεύγονται ολότελα. Πράγμα που γνωρίζουν όλοι όσοι, εν τω μέσω μιας τέτοιας νυχτερινής πτήσης, νιώθουν άξαφνα να πέφτουν Ικάρεια και προσγειώνονται κακήν-κακώς στο πάτωμα με γδούπο, έκπληκτοι και απογοητευμένοι.
Και τώρα αυτή η ζώνη της εμπειρίας, η φυλαγμένη καλά από τον φρουρό του πολύτιμου και τον φρουρό της επικοινωνιακής αμηχανίας (διότι ουδέν ανιαρότερο για τον άλλο από την αφήγηση ενός ονείρου, οσοδήποτε έντονου και ζωντανού για τον ονειρευθέντα, όπως παρατήρησε ο Φρόιντ), τώρα λοιπόν αυτή η ζώνη σέρνεται από τα μεταφορικά της μαλλιά στην περιοχή της εμπορευματικής κίνησης, κι ένας πρώην ή ίσως και νυν αστροναύτης πουλάει στρώματα ύπνου που υπόσχονται την έλλειψη βαρύτητας που μέχρι τούδε διαφύλασσαν ως αίσθηση τα όνειρα.
Κι έτσι, αναλογίζομαι, μας εκδικείται κάθε παιδιάστικη παράδοσή μας στη μαγεία, όπως ακριβώς εκδικήθηκε τους ανθρώπους πριν λίγους αιώνες η εξάντληση του άγνωστου μετά από τόσα μαγικά ταξίδια σε χώρες κυνοκέφαλων ανθρώπων, ανθρώπων που ζούσαν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, περιδέραιων και κρανίων, θρόνων από αμέθυστο και αδάμαντα και ποταμών χρυσού και αργύρου. Διότι και τότε, κι έχοντας στείλει καράβια γεμάτα σπαθιά, αρουραίους, βακτήρια και ιούς σε άλλους τόπους, πολλοί μαγεύτηκαν για λίγο από τις αφηγήσεις Γενοβέζων και κατόπιν Πορτογάλων και Ισπανών, ωστόσο όταν εξασθένησαν τα μάγια τούτα βρέθηκαν σε κόσμο πεζότερο από ποτέ, με έναν γελοίο ιππότη πάνω σε ψωράλογο κι έναν πραγματιστή ιπποκόμο δίπλα του. Και έτσι ήταν, αυτό θα ισχυριζόμουν, η υπερβολική δόση από όνειρα που έφερε για δυο τουλάχιστον αιώνες τη δεσποτεία της πεζότητας στον κόσμο, το κράτος του ρεαλισμού.
Για αυτό θα προτιμούσα κανένα τέτοιο στρώμα να μην αγοράσω. Και προτιμώ το κάψιμο που νιώθω στον τένοντα και τους υποκνημίδιους μύες σαν περπατώ, τώρα που η περιπετειώδης φύση του γένους μας μάς στοίχισε τη νέμεση μηνών ουσιαστικής ακινησίας, από μια τέτοια άνεση. Γιατί τι είναι το ενύπνιο πέταγμα χωρίς διαλεκτική; Και τι θα ήταν μια διαλεκτική χωρίς την άρνηση;
Comments
Post a Comment