Χρίστος Χατζηϊωάννου, Για τις Πολλαπλότητες του Μηδενός
Θα προσπαθήσω να θίξω το φιλοσοφικό υπόβαθρο πίσω από τις Πολλαπλότητες, και να εξετάσω αν και σε ποιο βαθμό εντάσσονται στην παράδοση του φιλοσοφικού Μηδενισμού. Πριν προχωρήσω, ζητώ συγγνώμη που η ανάλυσή μου θα παραμείνει αφηρημένη και ελλιπής.
Η διάγνωση του Μηδενισμού και η αναμέτρησή του με αυτόν, αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας του 19ου αιώνα (Νίτσε) και του 20ου αιώνα (Χάιντεγκερ και τους επιγόνους τους). Ο Νίτσε ορίζει ως Μηδενισμό το άδειασμα της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου από κάθε νόημα. Η απόρριψη των απόλυτων αξιών και της αδιάψευστης αλήθειας έχει ως συνέπεια τον Μηδέν. Ο Μηδενισμός είναι ιστορικός: είναι η αργή και μακρά παρακμή του Δυτικού κόσμου. Στη σκιά του Μηδενισμού, ο Νίτσε συλλαμβάνει τον υπεράνθρωπο, το «ελεύθερο πνεύμα» που αντικαθιστά την «αλήθεια» με την «ερμηνεία», και που έχει την ζωτική δύναμη, την υγεία και το στομάχι, να μεταμορφώσει εαυτόν και να γίνει θέληση-για-δύναμη καταφατική προς τη ζωή.
Για τον Χάιντεγκερ, ο Μηδενισμός είναι η ιστορία της Μεταφυσικής, που είναι η ιστορία της ανακάλυψης αλλά και της λήθης της οντολογικής διαφοράς. Της
«διακράτησης του Dasein μέσα στο Μηδέν» μέσω της εν εντάσει διαμονής σε αυτό, που θα οδηγήσει στη βίωση της εαυτότητας και της ελευθερίας του.
Οι Πολλαπλότητες του Μηδενός, φρονώ, μετέχουν σε αυτή την φιλοσοφική παράδοση του οντολογικού Μηδενισμού, συμμερίζονται εν μέρει την διάγνωση του Νίτσε και του Χάιντεγκερ. Όμως αποτελούν μια κριτική προς αυτήν την διαφοράς που αφορά στο «είναι» και στα όντα. Λόγω του ότι η διαφορά είναι ελάχιστη, χάνεται. Μαζί με το Είναι αγνοείται συνάμα και το θεμέλιο του Είναι: το Μηδέν. Ξεχνιέται λοιπόν, τόσο η διαφορά του Είναι και των όντων, αλλά και η διαφορά μεταξύ του Μηδενός και της άρνησης («κανένα»). Ο Χάιντεγκερ δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να υπερβούμε τοn Μηδενισμό. Αυτό θα γίνει μέσω της παράδοσης, τους προσδιορισμούς της, και το πραγματικό περιεχόμενό της. Με άλλα λόγια, η «ταύτιση» με αυτή την φιλοσοφική παράδοση είναι μόνο κατ’ όνομα. Μια στιγμιαία ταύτιση χωρίς κοινό μέλλον, διότι η πολιτική πορεία που προοικονομούν είναι μάλλον εκ διαμέτρου αντίθετες.
Μπορεί ο Αντώνης Μπαλασόπουλος να συμμερίζεται την διάγνωση του μηδενισμού και της ανοικείωσης, μπορεί να συμμερίζεται και την ανάγκη να διασχιστεί το Μηδέν έτσι ώστε να το υπερβούμε, όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ, ωστόσο η διαλεκτική του έχει εντελώς διαφορετικό πραγματικό περιεχόμενο και κατεύθυνση, και αυτό φαίνεται από τα ποιήματα.
Στρέφομαι εδώ στη σκέψη του Αλέν Μπαντιού και του Αλμπέρτο Τοσκάνο, για να κατανοήσω καλύτερα την διαλεκτική των Πολλαπλοτήτων. Η μορφή του Μηδενός στις Πολλαπλότητες του Μηδενός, αφορά στο χάσμα μεταξύ του υποκειμενικού με το αντικειμενικό. Αφορά στον αποπροσανατολισμό όπου η σκέψη έχει απομονωθεί από το πραγματικό περιεχόμενο της ιστορίας του 20ου αιώνα, και στη θέση του πραγματικού έχει μείνει ένας υποκειμενικός πόλος άνευ πραγματικού περιεχομένου. Ένας πόλος που έχει ενσωματώσει τον φόβο και που μοναδικό του μέλλον αποτελεί ο τρόμος. Ο Μηδενισμός των Πολλαπλοτήτων είναι η διαλεκτική του φόβου και του πολέμου, όπου οι Δυτικές χώρες της Δύσης κάνουν πόλεμο στο εξωτερικό, με βάση τον φόβο στο εσωτερικό. Μηδενισμός εδώ είναι η βδελυρότητα του φασισμού και του βολουνταρισμού (βουλησιαρχίας) που αποτελεί την πραγματικότητα του 20ου αιώνα, την οποία δεν αντιμετωπίσαμε ακόμα.
Οι φιλόσοφοι του 19ου και 20ου αιώνα ορθά διέγνωσαν Μηδενισμό. Όμως, όπως γράφει ο Αλμπέρτο Τοσκάνο, οι φιλοσοφικές τους αναλύσεις εξουδετέρωσαν τις δυνατότητες των ανατρεπτικών πολιτικών που μαζεύτηκαν γύρω από το όνομα του «Κομμουνισμού». Όσο τολμηρές και αν ήταν οι προσπάθειες των εν λόγω φιλοσόφων, στην πραγματικότητα στόχευαν σε μια συγκεντρωτική ανασύνθεση, ένα συμμάζεμα του πολλαπλά διεσπαρμένου νοήματος. Η φιλοσοφική παραγωγή υπήρξε λοιπόν συντηρητική, και το μόνο που κατάφερε ήταν να συλλάβει το «φάντασμα» μιας άυλης διάγνωσης. Ο Τοσκάνο ξεχωρίζει ειδικά την φαινομενολογία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική απόρριψη του αναπαραστατικού λόγου εκ μέρους της φαινομενολογίας, και η προσπάθεια να τεθούν νέα όργανα στάθμισης, επέφερε στην φιλοσοφία την επιδείνωση της δικής της κρίσης (Τοσκάνο, 181). Έτσι, η φαινομενολογία δεν αντιμετώπισε τον Μηδενισμό: ανέστειλε την κρίση, και την παρέτεινε συνάμα.
Το υποκείμενο παρέμεινε εγκλωβισμένο στον μηδενισμό του, διπλά αποκομμένο από τον πραγματικό κόσμο. Οφείλουμε λοιπόν, ακόμα, να αναμετρηθούμε με το Μηδέν, να επανασυσχετιστούμε με το πραγματικό του Μηδενός. Και αυτό γίνεται, κατά την άποψή μου, στις Πολλαπλότητες του Μηδενός, όπου η σκέψη διατρέχει τους τρόπους με τους οποίους υποκειμενικοποιήθηκε (subjectivated) το Μηδέν εμπειρικά, έτσι ώστε ναμπορέσουμε να αναδομήσουμε ένα οργανικό (σε αντίθεση με το μηχανιστικό) διαλεκτικό όραμα που θα υπερβεί τον τρόμο του θανάτου στην πλευρά της χαράς της ζωής.
Κλείνοντας, να πω ότι το Μηδέν που συλλαμβάνεται στις Πολλαπλότητες του Μηδενός είναι σε κάθε περίπτωση διεσπαρμένο και διαλεκτικό, αφορά στο διαλεκτικό κενό, στο ρήγμα μεταξύ συγκεκριμένων υποκειμένων και του ελλείποντος πραγματικού. Η οντολογική διαφορά γίνεται ακόμα πιο δυσδιάκριτη στα ποιήματα του Μπαλασόπουλου. Και αυτό φαίνεται από το ότι το Μηδέν δεν γίνεται θεμέλιο, μένει ένα όνομα υπό αίρεση, με πολλαπλά υποκείμενα, με πολλαπλές διαλεκτικές αρνήσεις.
Comments
Post a Comment