Το δώρο, Φρέαρ
Διήγημα. Περιοδικό Φρέαρ.
Το κουτί, τυλιγμένο με γυαλιστερό χρυσό χαρτί, ήταν θεόρατο. Το έσκισε άτσαλα, με ανυπομονησία. Ήταν το σετ που ήθελε. Ειδικά φέτος, το ήξερε, δεν θα του χαλούσαν χατίρι. Μέσα, τοποθετημένα με τάξη σε εγκοπές στο πλαστικό, τα ανθρωπάκια (εννιά, τρεις κύριοι, τρεις κυρίες και τρία παιδιά), τα αυτοκίνητα (τέσσερα Ι.Χ, ένα πυροσβεστικό, ένα αστυνομικό), τα καταστήματα, τα φανάρια των διασταυρώσεων. Και οι μικρές γιορτινές γιρλάντες και τα έλατα, χιονισμένα με άσπρο σπρέι.
Τα τοποθέτησε προσεκτικά στο πάτωμα, σε μια διάταξη που τον ικανοποιούσε. Δυο σειρές καταστημάτων, η μια απέναντι από την άλλη, χωρισμένες από το δρόμο, όπου έβαλε τα αυτοκίνητα και τα οχήματα και τα φανάρια. Σε ίσες αποστάσεις το ένα από το άλλο τα δέντρα, μερικά στολισμένα με γιρλάντες. Και στις δυο πλευρές του δρόμου, τα ανθρωπάκια, αριστερά ένας μπαμπάς μια μαμά και δυο παιδιά, δεξιά άλλο ένα ζευγάρι με ένα παιδί, πιο πίσω απ’ την ίδια πλευρά του δρόμου ένα ζευγάρι άκληρο, χωρίς παιδάκι.
Χαμογέλασε με το καλύτερο χαμόγελό του όταν άνοιξαν την πόρτα. Τον επαίνεσαν για την απόλυτη τάξη της μικρής του πόλης, όπου οι άνθρωποι έκαναν παιδιά και ψώνιζαν και όπου δεν χρειαζόταν καν αστυνομία, υπήρχε όμως, επειδή είχε ωραίο αυτοκίνητο, με μια γαλάζια σειρήνα που αναβόσβηνε και μια διαγώνια διακοσμητική μπλε γραμμή στα πλάγια.
Η πόρτα έκλεισε απαλά πίσω τους. Τώρα μπορούσε να αρχίσει το παιχνίδι. Φόρεσε τη μαύρη του μπέρτα, φυλαγμένη από τις απόκριες, έσκυψε πάνω από την πόλη, και έκανε τον ουρανό της να σκοτεινιάσει. «Είμαι ο θάνατος», είπε, με τη βαρύτερη φωνή που μπορούσε, θερίζοντας με τα χέρια ένα-ένα τα ανθρωπάκια από το δρόμο. Τα χιονισμένα δεντράκια δεν αντέδρασαν. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Ήταν μια νέα τάξη στα πράγματα, αυθαίρετη και αληθινή όπως ο κόσμος εκεί έξω.
Comments
Post a Comment