Μία Σχέση, Ιστορίες Μπονζάι
Διήγημα. Ιστορίες Μπονζάι.
ΈΧΩ ΕΝΑ ΖΩΟ ποὺ τὸ γέννησα ἐγώ, μὴ μὲ ρωτᾶτε πῶς. Ξέρω ὅτι εἶναι βιολογικὰ ἀδύνατο, καὶ ὄχι μόνο γιὰ ἕναν ἀλλὰ γιὰ δύο διακριτοὺς λόγους. Τί τὰ θέλετε ὅμως, οἱ λόγοι δὲν βοηθοῦν ἀπέναντι στὰ δεδομένα, καὶ τὸ ζῶο τὸ γέννησα μιὰ μέρα ποὺ κάνω ὅ,τι συνήθως, δηλαδὴ τοῦ κεφαλιοῦ μου, χωρὶς νὰ μὲ νοιάζουν οἱ συνέπειες. Ἁπλὰ τὴν συγκεκριμένη μέρα, καὶ ἀκριβέστερα, γιὰ πολλὲς μέρες στὴ σειρά, ἔκανα περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι συνήθως τοῦ κεφαλιοῦ μου. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, παραδόθηκα ἀμαχητὶ σὲ μιὰ δύναμη ἀποπλάνησης τόσο ἀκαταμάχητη (ἔτσι φαινόταν τουλάχιστον στὸ χρονικὸ ἐκεῖνο διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο ἑνέδιδα, καὶ μάλιστα κατὰ συρροή, στὶς ὀρέξεις της), ποὺ μὲ ἄφησε γκαστρωμένο καὶ μὲ πονοκέφαλο καὶ μὲ ἕνα ἄλλο συναίσθημα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχω καταφέρει νὰ βρῶ ὄνομα. Οὔτε γιὰ τὸ ζῶο μου κατάφερα νὰ βρῶ. Καὶ ἔτσι, τὸ ὄνομά του εἶναι ἁπλά «τὸ ζῶο». Ὅσο γιὰ τὸ συναίσθημα ποὺ συνδέεται μὲ τὸ ζῶο τόσο στενὰ ὥστε νὰ εἶναι, τρόπον τινά, τὸ πετσί του, ἐπίσης δὲν ἔχει ὄνομα, ἔχω ὅμως νὰ πῶ σχετικά τὰ ἑξῆς: ἐνῶ τὸ ζῶο, παράξενο πράγμα, μὲ ἀγαπᾶ πολὺ καὶ πραγματικὰ ὡς πατέρα καὶ μητέρα του μαζί, ἐγὼ δὲν τὸ ἀγαπῶ καθόλου. Ἢ μᾶλλον, τὸ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε, ἀλλὰ δὲν τοῦ τὸ δείχνω. Κάτι μὲ ἐμποδίζει. Ἴσως τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ζῶα, εἶναι ἀδέξιο. Εἶναι ἤδη ἑνὸς ἔτους καὶ συνεχίζει νὰ κουτρουβαλᾶ δεξιὰ κι ἀριστερὰ χωρὶς ἱκανότητα ἰσορροπίας, νὰ πέφτει ἄτσαλα καὶ νὰ στραμπουλάει τὰ πόδια του ὅταν πηδάει κάτω ἀπὸ τὰ ἔπιπλα, νὰ τρώει τὰ μοῦτρα του στὸ χῶμα ὅταν κυνηγάει ἄλλα ζῶα, τὰ ὁποῖα δὲν ξέρω ἂν τὸ γνωρίζουν κὰν σὰν ζῶο, πάντως καμία δὲν τοῦ δίνουν σημασία. Γιὰ νὰ τοῦ δείξω λοιπὸν κι ἐγὼ ὅτι διόλου δὲν τὸ ἀγαπῶ, τὸ διώχνω συνέχεια ἀπὸ τὸ σπίτι, παίρνω τὸ αὐτοκίνητο καὶ τὸ ἐγκαταλείπω ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅπου ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ του εἶναι ἀνοιχτὰ (φόλα; βασανισμός; θαλπωρή; ἀναγνώριση ἀπὸ ἄλλα ζῶα;) καὶ τὸ περιμένω νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ μοῦ πεῖ τί εἶδε καὶ τί ἔνιωσε, δηλαδὴ ὄχι ἀκριβῶς νὰ μοῦ τὸ πεῖ, ἐπειδὴ δὲ μιλάει, καὶ οὔτε ξέρει νὰ μιλήσει, ἀλλὰ νὰ μοῦ τὸ δείξει, στὶς πληγὲς καὶ στὶς χαρές του, στὸ ἂν ἔχει ἀποκτήσει πάνω του μιὰ μυρωδιὰ ἀνεξιχνίαστη καὶ μακρινὴ ἢ ἂν ἀντίθετα, μυρίζει νοσταλγία γιὰ μένα, ἀνασφάλεια, ἀνάγκη γιὰ χάδια καὶ ἐπιβεβαίωση. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἐπιτρέπω στὸν ἑαυτό μου οὔτε τώρα τὶς διαχυτικότητες, τοῦ βάζω λίγο φαΐ σὲ ἕνα μπὸλ καὶ μετὰ τὸ ξαναδιώχνω. Καὶ τί ἔχει περάσει κι ἔχει ἀκόμα νὰ περάσει κοντά μου αὐτὸ τὸ ζῶο!
Comments
Post a Comment