ΑΩ, Fractal

 

Διήγημα. Περιοδικό Fractal.

ΑΩ 


 - Μίλησε τώρα, είναι η ώρα. 
- Πού βρισκόμαστε; Διακρίνω μόνο κλαδιά και άστρα. 
- Στην εξοχή. Οι τοίχοι δεν μας προστατεύουν πια. 
- Δεν άντεχε άλλο το σπίτι. 
- Ο λύκος ήταν μέσα. Βγήκαμε, το θυμάσαι; Περπατήσαμε στα τυφλά. Τώρα ανάψαμε εδώ μια φωτιά. Ακούμε τα κούτσουρα. Ακούμε το ρυάκι. Κάνει κρύο εδώ. Κοιτάμε τις φλόγες. Μίλησε.
 - Μα τι έχω να πω; - Πες την παλιά ιστορία. Πρώτη μέρα, ένατη ιστορία. 
- Η κυρία της Γασκώνης… 
- Ναι, πες τη. 
- Επισκεπτόμενη τον ιερό τάφο του Κυρίου, μετά την κατάκτηση των Ιερών Τόπων, και καθ’ οδόν προς την επιστροφή της, επέρασε από την νήσον Κύπρο, επί της βασιλείας του Γκι του Λουζινιανού, εγκατεστηθέντος εις την νήσον υπό του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου ως πρώτου μονάρχη της νήσου. Μα επειδή εκεί ο βασιλεύς ήτο αδύναμος στη βούληση και δεν βασίλευε η τάξις, ατιμάσθηκε με τρόπον αδιευκρίνιστον από στοιχεία κακοποιά. Παρ’ όλα αυτά, η κυρία της Γασκώνης, κι ενώ εγνώριζε την αδυναμία του ανδρός, τον επεσκέφθη. Κι επειδή εγνώριζε πως ήτο άνθρωπος καθόλα αναξιοπρεπής και δειλός, μεταχειρίσθηκε τρόπον πλάγιον μαζί του. Και είπε η κυρία της Γασκώνης: «Δεν περιμένω από σένα, βασιλεύ, να αποδώσεις κάποια δικαιοσύνη για το κακό που μού ’γινε. Μα θέλω έστω να μου πεις, γιατί θα με βοηθήσει να υπομείνω την προσβολή σε βάρος μου, εσύ πώς άραγε αντέχεις να ’σαι μονάχα βασιλεύς στο όνομα, χωρίς σπαθί μες στο θηκάρι και βούληση μες στην καρδιά; Πες μου το μυστικό σου, πώς της ταπείνωσης το βάρος εις το στήθος το αντέχεις.» 
- Και τότε ο βασιλεύς… 
- Και τότε ο βασιλεύς, ωσάν να τον εχτύπησε κάποιος κεραυνός, αποσυντέθηκε από τα λόγια τούτα και με τα ίδια λόγια ξαναβρέθηκε, κομμάτι-κομμάτι, σε μια νέα κι απρόσμενη ενότητα ως άλλος πια, και ήταν σαν να τον ξεμάγεψαν από έναν μακρύ ύπνο. Και τους κακοποιούς τιμώρησε σκληρά κι έχτισε φήμη Δρακόντεια, κι η Κύπρος ευνομήθηκε. 
- Κι εμείς τώρα, από τις πόλεις φέρνουμε σκεύη… 
- Κι εμείς τώρα, από τις πόλεις που χωρίς φλόγα καίγονται, εμπύρετες και βήχοντας καπνούς, φέρνουμε σκεύη ιστορίες για να θυμόμαστε το υφάδι και πώς, εκεί που δύο άνθρωποι, ή τρεις, γύρω από μια φωτιά, μοιράζονται το άυλο ψωμί μίας ιστορίας, εκεί θα ξαναγεννηθούνε πόλεις. - Και ο θάνατος… 
- Και ο θάνατος, όταν θα έρχεται —και θα ’ρχεται συχνά— σε μια ιστορία, στην άλλη θα ’χει πάλι φύγει, και τις φωνές θα κάνει η σκιά του να ακούγονται βαθύτερες, τις φλόγες μονιμότερες, καθώς υψώνεται η φωνή στο κρίσιμο σημείο, καταλαγιάζει αργότερα, σβήνει για λίγο κι έρχεται ξανά. 
 - Κι ο έρωτας… 
- Κι ο έρωτας θα θριαμβεύει, και χίλια δύο στρατηγήματα και πανουργία αστείρευτη θα βρίσκει να διαπερνάει θεσμούς και πανοπλίες, και θα ‘ναι άσεμνος και ιερός απέναντι στο θάνατο, και άφοβος ωσάν τον Γκι τον Λουζινιανό αφότου ξύπνησε με λόγια. 
- Θυμάσαι ακόμα. Οι πύλες των πόλεων έκλεισαν. Κανείς δεν ταξιδεύει, ούτε στο μαξιλάρι του. Ήρθε ο χειμώνας κι η χειμερία νάρκη αυτών που αφήσαμε πίσω μας. 
- Εδώ είναι όλοι, στην ομιλία της φλόγας, που τις σκιές στα δέντρα μεγαλώνει.

Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Αναστάσης Πισσούριος-Σύντομο κριτικό σημείωμα για το Βιβλίο των χεριών