Πού πάει το φως;, Culture Book
Αντώνης Μπαλασόπουλος
ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΦΩΣ;
Πού πάει το φως όταν κλείνει ο διακόπτης τη νύχτα; Ρώτησε το παιδί τον εαυτό του, επειδή ήταν παιδί και επειδή ήταν νύχτα, και επειδή δεν το έπιανε ακόμα ύπνος, και επειδή δεν είχε κάποιον άλλον να ρωτήσει.
Το φως γυρίζει πίσω, μέσα από τις οπές στις πρίζες, από όπου έρχεται, προς το εσωτερικό των τοίχων, εκεί όπου ζουν απέθαντα τα όντα που μας παρακολουθούν, και που τα αντιλαμβάνεσαι όταν στο σπίτι πέσει η ησυχία πώς κοιτάζουν και κοιτάζουν με μάτια που δεν κλείνουν γιατί δεν μπορούν να κοιμηθούν.
Το φως επιστρέφει στον αχυρώνα, όπου η καφέ αγελάδα και η μαύρη αγελάδα έχουν βυθιστεί σε μια παροδική αδιαφορία αξεχώριστες, και κρατάει το πετσί της μίας καφέ και της άλλης μαύρο για να θυμούνται τα χρώματά τους την επόμενη μέρα. Και πόσο αγαπά αυτές τις αγελάδες μες στον ύπνο τους το παιδί! Αυτές φυλάνε τον δικό του ύπνο και όλων των παιδιών μες στη διαρκή Βηθλεέμ.
Το φως μετακομίζει σε άλλους τόπους, ελαφρύ και γρήγορο, και μόλις εσύ γλιστράς στο όνειρο οι άνθρωποι αλλού ξυπνούν με ένα ελαφρύ βογγητό και πετούν τις κουβέρτες από πάνω τους, κρυώνουν για λίγο στον πρωϊνό αέρα του δωματίου τους, θυμούνται επακριβώς πού βρίσκεται η κουζίνα τους και βαδίζουν προς τα εκεί για να βυθίσουν ένα κουτάλι της σούπας στο μπολ με τον καφέ ενώ απ' το παράθυρο διακρίνονται οι στάλες της βροχής που έπεφτε τη νύχτα στα όνειρά τους απάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Το φως ανοίγει, συγκεντρωμένο στον προβολέα ενός φακού, τα μάτια του ανθρώπου που ταξιδεύει ώρες πολλές στην ενδοχώρα μέσα σε τρένο, ξυπνά απότομα και δεν θυμάται ακόμα πού βρίσκεται και πού πάει, νιώθει το στόμα του στεγνό, και άξαφνα ανησυχεί για τα παιδιά του πίσω στο σπίτι. Και κάποιος άλλος άνθρωπος, ντυμένος με γκρίζα στολή, πληροφορεί το βαγόνι ότι πλησιάζουν ένα σταθμό με ένα όνομα, και ίσως αυτός να είναι ο δικός του σταθμός, ίσως εδώ να κατεβαίνει.
Το φως πέφτει πάνω στον αγαπημένο και την αγαπημένη και διώχνει τις σκιές του χρόνου πάνω απ' τα μάγουλα και το μέτωπο και τους εξυψώνει για λίγο στις τάξεις του αγγελικού κόσμου και τότε μέσα μας επικρατεί η φωταγώγηση, όπως αν ο έρωτας έσκαβε ανθρακωρύχος ακατάπαυστα εντός μας με φωτάκι κράνους, μες στις στοές τις σιωπηλές κάτω απ' το δέρμα.
Το φως ξανθαίνει τα αραιά μαλλιά του κάθε βρέφους μέσα από γρίλιες κι αποκαλύπτει στο κρεβάτι του την επέκταση και τη μετάφραση προς τα πίσω της εξέλιξης του δέρματος του γονιού, που το κοιτάζει, θαυματουργά ακόμη άθικτο από χτυπήματα, τσιμπήματα, εγκαύματα, κοψίματα, ένα καινούργιο και αχρησιμοποίητο χαρτονόμισμα που κατατίθεται στα χέρια του καιρού, ώστε να τα ανοίξει, αχάρακτα ακόμα και απέραντα, κι ώστε να δει ξανά αυτός που στέργει το μικρό παιδί μέσα στο βλέμμα του το μέλλον πώς λαμπυρίζει για λίγο στον ορίζοντα.
Πού πάει το φως όταν κλείνει ο διακόπτης; Ρώτησε ο γέρος τον εαυτό του, επειδή ήταν γέρος, κι επειδή το φως όλο και λιγόστευε, και επειδή, αν και του είχε μείνει ακόμη λίγη δύναμη να σχηματίσει σκέψεις μες στο νου, δεν του είχε μείνει δύναμη για καμιά σκέψη που να αρμόζει στα χρόνια που έζησε πάνω στη γη, και επειδή δεν θα επέστρεφε ποτέ πια στις παιδικές ερωτήσεις, και επειδή δεν είχε κάποιον άλλον να ρωτήσει.
Comments
Post a Comment