Το λιμάνι της Παλουριώτισσας, Χαραυγή


Διήγημα. Εφημερίδα Χαραυγή.

Τέτοια περίοδο, μέσα Ιουλίου, πάνω απ τη Λευκωσία μοιάζει πάντα να πλανάται κάτι παραληρηματικό, σαν εμπύρετο όνειρο. Ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο, με τον ιδρώτα στη λαιμόκοψη της φανέλας μου, είδα μια διχοτόμηση τόσο βαθιά που το νησί είχε γεωλογικά χωριστεί στα δυο κι έτσι τη μέση της πόλης την έβρεχε η θάλασσα. Εκπληρωνόταν έτσι δια της διαλεκτικής ειρωνείας τ όνειρο για σύνορα στην Κερύνεια ή το Ριζοκάρπασο: ως τ’ όνειρο ενός υπνοβάτη που περπατά σε τυφλές οδούς, χαμένος σε μια ενδοχώρα ατέρμονη, επειδή οι δρόμοι της δεν οδηγούν πουθενά, σ’ ένα νησί που έχει χάσει την εσωτερική του εικόνα ως νησί και, που για να βεβαιωθεί πως είναι τέτοιο, πρέπει να κοιτάει τον χάρτη και όχι έξω απ το παράθυρο. Ο χάρτης λέει ένα ψέμα του οποίου το αλλο όνομα είναι αντικειμενική, γεωλογική αλήθεια·το παράθυρο μια αλήθεια που είναι επίσης υποκειμενικό, φαινομενολογικό ντελίριο. Ο Λευκωσιάτης ζει σ’ αυτή τη σχιζοφρένεια, και ζει έτσι ακόμα περισσότερο όταν ξεμένει στη Λευκωσία τον Ιούλη.

 

Πήρα λοιπόν να γράψω μια ιστορία για όλα αυτά, σύντομη σαν την καταστροφή.

 



 Το λιμάνι της Παλουριώτισσας

Ο κύριος Γιώρκος Χαϊττάς ξυπνά στις 5:30 το πρωί της 20ης Ιουλίου απ’ τις κόρνες (τις λέει ππουρούες) των μεγάλων καραβιών ανοιχτά του λιμένα της Λευκωσίας. Ο θαλασσινός αέρας, αλάτι και ιώδιο, του τριβελίζει τα ρουθούνια. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, όπου θα ξανοιχτεί στη θάλασσα με τ’ όμορφο λευκό καΐκι του, τη Δουλτσινέα.


Η νύχτα είναι ακόμα δροσερή όταν κατηφορίζει απ’ την πάνω Αγλαντζιά προς το λιμάνι της Παλουριώτισσας. Στο βάθος βλέπει τα φώτα απ’ τα καράβια, μια ημισέληνο χρυσή κι αστραφτερή, ένα άστρο λαμπρό σιμά της. Αυτή την ώρα, τα ψάρια κάνουν τα νερά να παίρνουν χρώμα ασημί. Το ασήμι χορεύει κάτω απ’ τη χρυσή ημισέληνο. Κάποτε, λέγανε οι παλιοί Λευκωσιάτες ναυτικοί, στην Παλουριώτισσα ζούσανε γοργόνες. Δεν ξέρει αν το πιστεύει αυτό ο κύριος Χαϊττάς. Του φαίνεται κάπως παράλογο.


Καθώς κατηφορίζει, βλέπει τα φουγάρα ενός μεγάλου καραβιού να φτύνουν μαύρο καπνό μες στη νύχτα. Πάνω στο μεγάλο φουγάρο, διακρίνει το όνομά του. «Υπερωκεάνιο», σκέφτεται ο κύριος Χαϊττάς. «Υπερωκεάνιο ΣΟΠΑΖ[1]. Μάλλον ρώσικο.»


Η Δουλτσινέα του όμως δεν είναι εκεί που θυμόταν πως την άφησε. Πρέπει να είναι βαθύτερα στην προβλήτα. Έτσι, ο κύριος Χαϊττάς βαδίζει πιο μακριά, αν και νομίζει πως κάπου στο βάθος ακούει φωνές να τον καλούνε να γυρίσει πίσω. «Ο κόσμος έχει γεμίσει τρελούς», σκέφτεται ο κύριος Χαϊττάς. «Δεν αφήνουν έναν άνθρωπο να πάει ως τη βάρκα του, που μόλις χθες έβαψε και καλαφάτισε.»


Τώρα βρίσκει μπροστά του νέα εμπόδια, συρματοπλέγματα, τζιπ, λιμενοφύλακες. «Μα τι συμβαίνει εδώ;» σκέφτεται, κι ενστικτωδώς ψάχνει τις τσέπες του για την άδεια ψαρέματος, μην του τη ζητήσουν. Του κάνουν κάποιες ερωτήσεις στα αγγλικά, που ο κύριος Χαϊττάς γνωρίζει άπταιστα, αν και δεν κατανοεί την επιλογή αυτή της λιμενοφυλακής. Μετά από κάποια ώρα, καταφθάνουνι στην προβλήτα ένα λευκό αυτοκίνητο και τρεις ασπροντυμένοι κύριοι.


«Θα είναι ναύαρχοι», σκέφτεται ο κύριος Χαϊττάς. «Κάτι σοβαρό πρέπει να έχει συμβεί.» Νιώθει έναν αυθόρμητο σεβασμό όταν τον απομακρύνουν από το σημείο με φιλικά αγγίγματα στην πλάτη. Αν και συνειδητοποιεί ότι είναι με τις σαγιονάρες, κάτι από το παρελθόν του ως αγωνιστή της ΕΟΚΑ και ως ταγματάρχη (εν αποστρατεία δεκαπέντε χρόνια τώρα) τον κάνει να φουσκώνει το στήθος από περηφάνεια με τέτοια επίσημη συνοδεία. 


 



[1] Ο Συνεργατικός Όμιλος Παραγωγής Ζωοτροφών. Εγκαταλειμμένο του εργοστάσιο δεσπόζει στην Παλουριώτισσα της Λευκωσίας.

Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ