Η Φωνή, από το Ο κύβος και άλλες ιστορίες
Η ΦΩΝΗ*
Ήταν Τρίτη, 19 Απριλίου όταν ο Σωτήρης Πέτρου έχασε τη φωνή του. Από μόνο του, το περιστατικό δεν ήταν κάτι εξαιρετικό. Πολλοί χάνουν τη φωνή τους στον κόσμο, απλά δεν είναι κάτι για το οποίο ακούμε συχνά. Κάποιοι λόγω κατατονίας· άλλοι λόγω κακώσεων στον εγκέφαλο, που προκαλούν αφασία, για παράδειγμα μετά από ένα άσχημο αυτοκινητιστικό· άλλοι από καρκίνο στον εγκέφαλο (και πιστέψτε με, η απώλεια ομιλίας είναι το μικρότερο από τα προβλήματά τους)· άλλοι πάλι, από εγκεφαλικό ή άνοια· κι άλλοι επειδή υποβάλλονται σε τραχειοστομία, λόγω καρκίνου στον λάρυγγα, συνήθως. Και ως γνωστό, κάποιοι από αυτούς την ανακτούν, κάποιοι πεθαίνουν πολύ σύντομα, οπότε δεν τίθεται καν θέμα, και κάποιοι την αναπληρώνουν με τεχνητά μέσα, όπως οι προσθετικές βαλβίδες φώνησης που βάζουν βαθιά στο στόμα όσοι έχουν υποστεί λαρυγγεκτομή, τρομάζοντας κάποτε και τα παιδιά, που τους κοιτάζουν σαν σημαδεμένους από τη στάμπα του ανόργανου και του μηχανικού.
Εδώ όμως, έτσι τουλάχιστον θεωρούσε πάντοτε ο Σωτήρης Πέτρου, και μου το είχε δηλώσει γραπτώς, δε συνέτρεχε τίποτε τέτοιο. Δεν έπασχε από κατάθλιψη ούτε από σχιζοφρένεια ούτε από καρκίνο ούτε είχε χτυπήσει κάπου άσχημα το κεφάλι του ούτε είχε άνοια. Στη γραπτή του αναφορά σε μένα ως θεράποντα ιατρό (ως γενικός παθολόγος ήμουν ο πρώτος που τον είδε) ανέφερε ότι όλα ήταν όπως κάθε μέρα. Και εδώ βρίσκεται η τραγική ειρωνεία του πράγματος. Θέλω να πω συγκεκριμένα ότι οι άνθρωποι που ζουν μόνοι —και τέτοιοι υπάρχουν πολλοί, και αυτό επίσης δεν απασχολεί την κοινή μας γνώμη, πόσο μάλλον στους χαλεπούς αυτούς καιρούς— χρειάζονται κάποιον ιδιαίτερο λόγο συνήθως για να διαπιστώσουν ότι δεν έχουν πια φωνή. Θα πρέπει να τους πάρει κάποιος τηλέφωνο ή να τους απευθύνει κάποιος τον λόγο. Και βέβαια αυτό συμβαίνει στις πλείστες των περιπτώσεων στους ανθρώπους, αλλά κάποιες φορές καθυστερεί αρκετά.
Έτσι λοιπόν την Τρίτη, 19 Απριλίου του τρέχοντος έτους, ο Σωτήρης Πέτρου σηκώθηκε, όπως κάθε εργάσιμη μέρα, στις έξι και μισή το πρωί, ούρησε, έπλυνε τα δόντια του και το πρόσωπό του, ξυρίστηκε, χτενίστηκε ελαφρώς, γέμισε ένα μπολ με δημητριακά, περιέχυσε γάλα και λίγη ζάχαρη πάνω του, έφαγε το πρωινό του, ήπιε τον καφέ του, ντύθηκε, φόρεσε τα ρούχα του και τα παπούτσια του, κατέβηκε από το διαμέρισμά του, περπάτησε ως τον σταθμό του μετρό, ακολούθως εξήλθε αυτού και περπάτησε ξανά περίπου δέκα λεπτά για να προσέλθει στον χώρο εργασίας του, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, περί τις επτά και μισή, μη έχοντας, σε οποιοδήποτε από αυτά τα σημεία της πρώτης ώρας της ημέρας του, κάποιον λόγο να ελέγξει αν έχει ακόμη φωνή. Και το ίδιο συνέβη και κατά την εργασία του μέχρι τις εννέα και σαράντα πέντε, όταν του απηύθυνε τον λόγο ο προϊστάμενός του σχετικά με μίαν υπόθεση δωρεάς κάποιου Παπουτσόγιαννη, και ο Πέτρου, ανοίγοντας το στόμα του να απαντήσει, διαπίστωσε ότι δεν έβγαινε από εκεί παρά ένα μικρό και ασθενικό αεράκι. Μόλις δε το διαπίστωσε αυτό, σύμφωνα πάντα με τη γραπτή αναφορά του, αμέσως επέστρεψε νοερά στη σκέψη του και διαπίστωσε, ομολογουμένως με κάποια φρίκη, ότι οι έννοιες «Παπουτσόγιαννης», «δωρεά», «ακίνητο επί της οδού τάδε», «χαρτόσημα», «έφεση», «συμβαλλόμενοι» και τα συναφή, είχαν ατονήσει και ξεθωριάσει σε τέτοιο βαθμό στον νου του ώστε να βρίσκονται σ’ έναν σωρό η μία πάνω στην άλλη, σαν ψόφια ψάρια σε κασέλα, που χάσκουν σαν κάποιος να τα διέκοψε εν μέσω μιας ανολοκλήρωτης σκέψης, με το στόμα μισάνοιχτο και χωρίς να μπορούν να κλείσουν τα μάτια τους.
Με άλλα λόγια, ήταν σαν μια κάποια οργάνωση του κόσμου να έχει πλέον απωλέσει τη συγκολλητική της ουσία, τον σκελετό της, με αποτέλεσμα να μη φτάνουν ως τον λάρυγγα και το στόμα ηχητικά σήματα. Και πράγματι, όταν ελέγχθηκε από ωτορινολαρυγγολόγο, οι δύο φωνητικές του χορδές, ο λάρυγγας του, η στοματική του κοιλότητα, όλα ήσαν φυσιολογικά και υγιή, ματαίως όμως, ομολογουμένως, διότι δε λειτουργούσαν σε ό,τι αφορά την παραγωγή φωνημάτων.
Στο σημείωμά του προς τον ψυχίατρο που τον εξέταζε, ο Πέτρου το έθεσε ως εξής: «Ήδη από τις πρώτες μέρες μετά το περιστατικό συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα στον κόσμο χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Αυτά τα οποία είχαν απτή σημασία, τα οποία όμως ακριβώς για αυτόν τον λόγο δε χρειάζονται να ειπωθούν αλλά μόνο να θεραπευτούν με τη δράση, όπως η πείνα, η νύστα, η δίψα και τα παρόμοια, και αυτά τα οποία δεν είχε νόημα να ειπωθούν διότι δεν είχαν καμία πραγματική υπόσταση και υπήρχαν απλώς για να απασχολούν τους ανθρώπους σε άχρηστες συζητήσεις, όπως το ελεύθερο ή όχι της βούλησης, η τελευταία μόδα στα παντελόνια ή τι δήλωσε χθες ο πρωθυπουργός.»
Κι όμως, ο ψυχίατρος δε διαπίστωσε κλινική κατάθλιψη ή κάτι παρόμοιο σε ό,τι αφορούσε αυτήν την αιφνίδια απώλεια της βούλησης, του κινήτρου ομιλίας στον Πέτρου. Ο ασθενής, αν μπορούσε να χαρακτηριστεί τέτοιος, συνέχισε να σηκώνεται το πρωί, να ουρεί, να τρώει πρωϊνό και να προσέρχεται στη δουλειά του, να πληρώνει τους λογαριασμούς του και την εφορία, να βγαίνει για ψώνια, και γενικώς να κάνει ό,τι και πριν, με τη διαφορά ότι πλέον δε μιλούσε. Αυτό καθόλου όμως δε σημαίνει ότι δεν τον ένοιαζε ή δεν τον απασχολούσε η απώλεια της δυνατότητάς του να μιλήσει. Τουναντίον, ενδιαφερόταν ανελλιπώς για τα αίτια της σπάνιας περίπτωσής του, αναζητούσε ομοιοπαθείς του στο διαδίκτυο (και είχε βρει: έναν ταχυδρομικό υπάλληλο στη Σάντα Κρουζ της Αργεντινής, μία γραμματέα στις Βρυξέλλες, έναν μηχανικό στην Κολωνία, μια γκαρσόνα στη Νέα Ορλεάνη, έναν σπουδαστή στα Γιάννενα, μία καθολική καλογριά σε αποστολή στο Λάγος της Νιγηρίας, και μία κομμώτρια-μανικιουρίστα στο Σαντιάγο της Χιλής). Όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, ο Πέτρου ήθελε την φωνή του πίσω.
Ήταν όμως πεπεισμένος ότι στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι αναζητούσε μια νέα συγκολλητική ουσία για τις έννοιες, τέτοια που να τον ωθήσει να ελέγξει ορθά την αναπνοή του, να οδηγήσει τη γλώσσα του να βρει τα δόντια και τον ουρανίσκο στα σωστά σημεία —πράγματα που φυσικά κανείς δεν ξέρει πώς και γιατί ακριβώς γίνονται ή πώς τα έμαθε κάποτε, διότι ανήκουν σε μια μνήμη που δεν είναι ούτε συνειδητή ούτε και ασυνείδητη με τη συνηθισμένη έννοια του όρου: αυτή που ενέχεται στην εύρεση του ακριβούς σημείου ισορροπίας πάνω σε ένα ποδήλατο ή την ακριβή συμπεριφορά του σώματος στο κολύμπι, ώστε να μη βουλιάξει από το βάρος του.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ωτορινολαρυγγολόγου και ψυχιάτρου, την αξονική τομογραφία και τα εγκεφαλογραφήματα, καμία αλλαγή δε σημειώθηκε στην κατάσταση του Πέτρου ως τις 20 Νοεμβρίου, όταν και έλαβε αιφνιδίως στο ταχυδρομείο μια κασέτα ήχου από κάποιον Πέτρο Σωτηρίου, ο οποίος, όταν το θέμα διερευνήθηκε, αποκαλύφθηκε πως είχε ήδη αυτοκτονήσει στις 16 Νοεμβρίου, φροντίζοντας ώστε ο φάκελος να παραδοθεί αφού ο ίδιος θα είχε αποδημήσει. Ο εν λόγω Σωτηρίου ήταν συγγραφέας, όχι ευκαταφρόνητης φήμης αν και όχι επίσης εκ των πιο διάσημων, του οποίου το τελευταίο πόνημα, μυθιστόρημα τετρακοσίων περίπου σελίδων, είχε δημοσιευτεί από αξιόλογο εκδοτικό οίκο στις 20 Ιουνίου και είχε τίτλο Η φωνή.
Στην κασέτα, ο Σωτηρίου εξομολογούνταν ότι είχε περάσει ένα μακρύ στάδιο συγγραφικού αδιεξόδου, όπου τόσο η φαντασία του όσο και τα εκφραστικά μέσα του έμοιαζαν πλέον εξαντλημένα, μέχρι τη μέρα που, έχοντας επισκεφθεί την υπηρεσία όπου εργαζόταν ο Πέτρου, ένιωσε μιαν ακατανόητη και ακατανίκητη ορμή και επιθυμία «να μπει στη θέση του», όπως λένε οι συγγραφείς, να σκεφτεί δηλαδή με το μυαλό του Πέτρου, να δει με τα δικά του μάτια και να μιλήσει με τη φωνή εκείνη που θα ήταν η αδιόρατη και μοναδική συνισταμένη όλων όσων συγκροτούσαν τον Πέτρου, η εξαντλητική καταλογογράφηση των οποίων (παιδικές αναμνήσεις, φευγαλέες εντυπώσεις από καλοκαίρια, η πρώτη φορά που είδε ψάρι στο αγκίστρι, η σχέση με τους καθρέφτες, κ.λπ.) ήταν και το κύριο θέμα του εν λόγω μυθιστορήματος, στο οποίο ο Πέτρου βεβαίως παρουσιαζόταν με ψευδώνυμο, ως Γιώργος Πετράκης. Η μέρα στην οποία ο Πέτρου έχασε αιφνίδια τη φωνή του —τουτέστιν, η Τρίτη, 19 Απριλίου— ήταν η μέρα κατά την οποία είχε ξεκινήσει, πυρετωδώς μάλιστα, τη συγγραφή της Φωνής ο Σωτηρίου, μέρα συνοδευόμενη από την παρακολούθηση, με μέσα ιδιωτικά και εν γένει μάλλον ανήθικα, του Πέτρου και της ιδιωτικής και ευρύτερης οικογενειακής του ζωής, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, περιλαμβανομένων παιδικών φωτογραφιών, ημερολογίων της νιότης και τα συναφή. Μετά την ολοκλήρωση και δημοσίευση του έργου, που, πρέπει να ειπωθεί, έγινε δεκτό με αρκετό ενθουσιασμό και ανέβαινε ακόμη εμπορικώς, ο Σωτηρίου δεν άντεχε ούτε τις τύψεις για τούτη την ευκαιριακή οικειοποίηση ούτε και την περιφρόνηση για τα μέσα στα οποία τον έσπρωξε η συγγραφική του απελπισία και έδωσε τέλος στη ζωή του στις 16 Νοεμβρίου, κόβοντας ο ίδιος το λαρύγγι του μπροστά απ’ τον καθρέφτη του μπάνιου.
Ο Πέτρου με κάλεσε να ακούσουμε μαζί την ηχογράφηση όπου ο Σωτηρίου εξιστορούσε την σκοτεινή αυτήν υπόθεση. Κατόπιν, κινήσαμε μαζί για το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο και ο Πέτρου αγόρασε τη Φωνή.
Επιστρέψαμε μαζί στο διαμέρισμα του Πέτρου και κάθισα απέναντί του ενώ άνοιξε το μυθιστόρημα του Σωτηρίου. Το αντίτυπο ήταν ολωσδιόλου κενό. Τα εξώφυλλο ωστόσο ήταν όμορφα σχεδιασμένο και το κοσμούσε μια ωραία ζωγραφιά ενός αηδονιού σε κλουβί.
Comments
Post a Comment