Δέκα δημοσιευμένα ποιήματα-Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα

Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά " φιλοξενώ τον λογοτέχνη Αντώνη Μπαλασόπουλο. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έχει εκδώσει δυο συλλογές αφορισμών και δοκιμίων, τρεις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Είναι υπό έκδοση μια συλλογή διηγημάτων και μια συλλογή ποίησης. Έργα του έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή του είναι συμβολική, φιλοσοφική, στοχαστική. Ο λόγος του είναι πυκνός, πολύχρωμος, με ευφάνταστα σχήματα, ανάγλυφες εικόνες και ηχηρά μηνύματα. Η πένα του παρατηρεί την περιδιάβαση του ανθρώπου στη γη, αναζητά κρυφά νοήματα, μεταφέρει το απόσταγμα της εμπειρίας. Η γραφή του ,σπάνιας λυρικής ομορφιάς ,συγκινεί και θέλγει τον αναγνώστη. Θα ταξιδέψουμε με δέκα εκπληκτικά ποιήματά του!

Πολλαπλότητες του Μηδενός, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020

Το χτύπημα στην πόρτα

Εγώ είμαι η ακατάλυτη 
εκδίκηση, η λαβή του μαχαιριού,
η επικοινωνία της πληγής
και του στήθους. Εγώ είμαι 
ο αναίμακτος γάμος,
η αίρεση του σπονδύλου,
εγώ είμαι το θαμπό νερό.

Εγώ είμαι το δοχείο που σπάζει,
η ράχη της αστραπής,
ο βούρκος κι ο βυθός από κάτω. Εγώ
η ερμηνεία και η κατάλυση,
εγώ το τίποτα, εγώ το δεν
στο μηδέν, και το μη, εγώ το πέρασμα
της καμήλου κι η έκπτωτος παραβολή.

Εγώ είμαι ο φτωχός από κόσμο,
το αποτσίγαρο του φιλοσόφου,
εγώ η άδεια κοιλιά της καμπάνας
το τυφλό μάτι, το κουφό αυτί,
το κούφιο δόντι. Εγώ η περγαμηνή. 
Εγώ το πέλαγος του ονείδους, 
εγώ η εξιλέωση των τραυλών.

Εγώ το μακρύ και βρώμικο νύχι
του γέρου, εγώ η γάγγραινα, τα νέα
της επαρχίας, ο εμφύλιος σπαραγμός. 
Εγώ η ίαση, εγώ η λήθη. Εγώ
το τέταρτο όνειρο, εγώ η καρδιακή
προσβολή, εγώ η βουκέντρα,
εγώ το ζωντανό που σφαδάζει.

Άνοιξέ μου.

Αντηχείο

Μ’ ένα κουτάλι ξύλινο έσκαψα τα σωθικά μου,
γλυκό καρπό, πικρό μαύρο κουκούτσι
ώσπου κοίλωμα να καθρεφτιστεί στο κοίλωμα
έκανα χώρο.

Έκανα χώρο για το κροτάλισμα
του πολυβόλου, το λυγμό 
του νεογέννητου
το θρόισμα στα φύλλα, το βάδισμα των γενεών
στη μεγάλη έρημο, τη σκιά στην πέτρα
τις αστόχαστες ώρες σε μια ξένη πόλη,
που δεν αγαπάς καθώς βρέχει.

Στέκομαι στην πυξίδα σταυρωμένος: 
ένα καρφί για τη Δύση που με γέννησε 
ένα για την Ανατολή που με βύζαξε 
ένα για το Βορρά, όπου χάθηκα στο χιόνι
κι ένα για το Νότο, όπου ξαγρύπνησα καπνίζοντας.

Στέκομαι εκεί, όπου συναντιέμαι και διαμελίζομαι, 
εγώ
που ξέρω τους πιο άγριους χειμώνες, 
τα πιο ανελέητα καλοκαίρια,
που φόρεσα στέμμα
από πάγο κι από σκόνη, εγώ,
που αποσυντέθηκα σε τρία γράμματα και μετά
στα διαστήματα ανάμεσά τους
στις λευκές εκτάσεις ανάμεσα,
στις διασταυρώσεις οδικών
ατυχημάτων.

Τα χέρια που τεντώνουν τις χορδές 
δεν είναι δικά μου. Ξύλινος παραμένω στην ακαμψία 
μιας αναμονής χωρίς τελειωμό. 
Μέσα μου η συγχορδία των ξεχασμένων:
η τσίγκινη σκεπή, το κουτάλι, άκεφο σα καρφί 
στο πιάτο της σούπας, η πύλινη κανάτα,
το αδήλωτο σόι μου, χωρίς χαρτιά,
με τα άδεια χέρια, με τα άδεια μάτια, με τη διψασμένη σκόνη.
Μέσα μου κι η μεταλλική μυρωδιά του ολέθρου 
που χλιμιντρίζει 
έξαλλος στο κατόπι τους.

Πύλη

Το κλειδί και το όνειρο
συναντιούνται κάποτε
μέσα στην τσέπη μου την τρύπια, 
αυτή με τη φόδρα από νύχτα.
Νιώθω την αμοιβαία ταραχή
τους στον μηρό, και μετά στον
χαλασμένο μου βραχίονα.
Τότε, από το μέτωπό μου
ξεπηδάνε εφτά άλογα: το τυφλό, εκείνο
που τρέμει, το εωθινό άλογο,
το άλογο της δίψας, το φρόνιμο,
το άλογο του πηγαδιού, 
εκείνο της έκστασης. 
Χλιμιντρίζουν όλα μαζί
πάνω απ’ τα σκυμμένα κουφάρια
των προγόνων μου,
που πεθαίνουνε διαρκώς σε φωτογραφίες,
χειμώνα-καλοκαίρι.

Το κλειδί και το όνειρο
είναι η κληρονομιά 
της άγνοιας όπου διέφυγε η γενιά μου,
αυτή η ανεξήγητη φάρα με τα σουγιαδάκια,
την μπριγιαντίνη και τα ρολόγια τσέπης.
Σηκώνω απ’ το χώμα 
τη μαύρη ρίζα μου, επιστρέφω
με ένα απατηλό λεωφορείο,
γέρνω δίπλα στη σόμπα του άδειου σπιτιού
και νυστάζω. Αποκοιμιέμαι,
κι όταν ξυπνάω είναι πάλι νύχτα
κι έξω τριγυρνάνε ακόμη τα σκυλιά.

Βουλγάρα

«Το κριθάρι δεν είναι παιδί μας
είναι η αρρώστια μας, σπυρί το σπυρί. Εμείς
είμαστε οι ράχες, είμαστε τα πουλιά στο αγνάντι
είμαστε η πεθαμένη γη κι ο θρήνος
από μέσα. Έχουμε καταπιεί τα δόντια μας
απ’ του αιώνα τις κλωτσιές. 
Τραγουδάμε με άδειο στομάχι
ασκιά παράφορα στο πανηγύρι του Βάκχου.
Τα μισά σπλάχνα τ’ αφήσαμε στο χώμα,
τα μισά στο κρεβάτι. Στη μήτρα βαθιά
μάς έμειναν του θανάτου τα ρούχα.
Βουλγάρα, Βουλγάρα!»

Το τραγουδάνε απ’ το τυφλό νερό του πηγαδιού. 
Πλέκουνε όλες μαζί μια συνωμοσία πυκνή,
να με τυλίγει τα βράδια. 
Όταν ξυπνήσω, η Μήδεια θα διαβάζει 
την εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Θα έχουν ανασταλεί οι Βαλκανικοί πόλεμοι.
Θα μού γνέψει ν’ ανοίξω την κουρτίνα.
Θα μού δείξει το χαρτί, το μαχαίρι,
το σημάδι που έχει από μικρή στο λαιμό.

Λευκό στο λευκό, εκδ. Ενύπνιο, 2021

Η έκπτωση της βασιλείας

Ι.

Η στάχτη γεννάει στάχτη.
Από τα πρόσωπα δραπέτευσε το πρόσωπο.
Η σκάλα στριφογυρίζει μάταια
τη ράχη της να φτάσει στο κατώφλι
μα πύλη δεν υπάρχει.
Κι αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε ρόπτρο.
Κι αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε δωμάτιο.
Κι αν υπήρχε, δεν θα υπήρχε απάντηση.
Από την έκπτωση της βασιλείας έμειναν μόνο τα κουρέλια,
ο αέρας, και η έρημος.
Λείπουν τα σκήπτρα, οι ενοχές, η μνήμη του αίματος.

ΙΙ.

Γαλάζια η σπίθα στο αμόνι
όπου σφυρηλατείται το σιδερένιο πουκάμισο.
Οι αναβάτες ξέπνοοι στο ξέφωτο.
Ο βασιλεύς ανύπαρκτος, μα ακέραιο το σύμβολο.
Κι αν δεν υπήρχε, θα υπήρχε διερμηνέας.
Κι αν δεν υπήρχε, θα υπήρχε θύμα.
Κι αν δεν υπήρχε, θα υπήρχε προφήτης.
Τα πράγματα, εν τέλει, βρίσκονται στη θέση τους:
διαπιστώνεται το αρτιμελές της σφραγίδας,
το ρίγος της κληρονομιάς.

A murmuration of starlings

Ι.

Αρραγής η ενότητα του μολύβδου 
της θάλασσας. 
Αδιατάρακτος 
ο καθρέφτης της
ψηλά, στο νηφάλιο 
γκρι των αιθέρων. 
Κοιτούμε το ελάχιστο να χορεύει, 
το ελάχιστο στην περιδίνησή του, 
τον αποπαλμό του μικρού του σώματος 
σύγκλιση και απόκλιση μαζί, 
στροφή γύρω από νοερό άξονα, 
σκίρτημα στα σωθικά των νεφών. 
Απλώνεις μια απόχη από φως. 
Μου δείχνεις, πιασμένες
στις ξόβεργες του φωτοφράχτη, 
τις σκιές των ψαρονιών.

ΙΙ.

Η στιγμή αυτή μας δόθηκε 
όπως δίνεται το κάθε τι: 
ντροπαλά, τελεσίδικα. 
Μας δόθηκε μια κατανόηση 
της συνήχησης των όντων 
μας χτύπησε το τζάμι 
το αδιάκοπο μουρμουρητό του είναι 
και βρήκε θέση ανάμεσά μας 
η τάξη και η κύλιση στην ακαθοριστία, 
η εμφάνιση της μορφής ως δώρο 
ο ερχομός και το φευγιό της 
κι ακόμα αυτή η φευγαλέα αρτιμέλεια 
του αριθμού επτά ως καθορίζοντος
το νόμο των σημαίνοντων πραγμάτων.

ΙΙΙ.

Καρδιά που παραληρείς, τι ζητάς; 
Θα σου δώσω όλο 
το χλοερό αίμα της νιότης μου. 
Κόπασε, εσωτερικέ 
άνεμε των παλμών, 
μουρμουρητό των αρτηριών. 
Καταλάγιασε, φτερούγισμα του νου. 
Εγώ σου μιλάω πατέρα. Ο γητευτής 
που έσπειρες ακαταλόγιστα, 
ο απροσδόκητός σου αντίλαλος. 
Θυμήσου με κι ας μη με γνώρισες ποτέ. 
Ήρθαμε εδώ να πεθάνουμε, ναι, 
αλλά ήρθαμε ακόμα να γνωρίσουμε 
τ’ αφανέρωτα. 
Άνοιξε τις παλάμες σου, λοιπόν, 
κι άσε όλα τα πουλιά σου να πετάξουν.
Κράτα το βάρος σου κι επέστρεψε 
ό,τι είναι ελαφρύ στον ουρανό. 
Κι εγώ θα μπαλώσω 
ξανά με μεταλλική κλωστή 
το φράχτη σου, θα υπερασπίσω 
τη φωνή που έκανε το δικό μου 
μικρό φυλλοκάρδι να τρέμει.

IV.

Σε ποιο κελάρυσμα έχασα τη λαλιά μου; 
Ποιος την αιφνιδίασε υπόγειος χείμαρρος; 
Πώς έφτασα ως εδώ; 
Ακολούθησα τα σκάγια 
των αλαφροκόκαλων άστρων 
στο κορμί του απέραντου. 
Αφουγκράστηκα το άηχο 
μουρμουρητό του σκοτεινού χορού 
της πολλαπλότητας
κι απ’ τα σπασμένα πλευρά 
της μητρικής μου γλώσσας ανέσυρα 
τη φοβερή των νόμων 
καρδιά.

Μια κουταλιά ζάχαρη

(για τον Mohammed Shormani)

Μια κουταλιά ζάχαρη 
στο τσάι μας
και τρεις σιωπή:
Όσα δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να πεις
Όσα δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να πω 
Όσα μας απαγορεύει να πούμε η στενότητα 
που μας σφίγγει στη μέση 
επειδή κάποτε γεννηθήκαμε.

Κι όμως, ακόμα αγαπάμε. Δηλαδή,
πεταλώνουμε ένα τρελό άλογο 
στον αιμάτινο βραχόκηπο.
Δηλαδή, μας ορίζει ο στρόβιλος 
της λευκής χαίτης του 
στο τεντωμένο πανί 
της αξημέρωτης νύχτας.

Το ίδιο απλά, απόθεσες
μια μεγάλη πέτρα 
στην πλάτη μου και είπες:
«Αυτό είναι το παιδί. 
Κάνε το να περπατήσει.
Κάνε το να θυμηθεί μια πρασινάδα 
χωρίς σκόνη. Κάνε το 
να τραγουδήσει τα τραγούδια 
της πατρίδας
χωρίς θλίψη».

Απόθεσες τη μικρή σκιά σου 
στο στήθος μου
και είπες: «Δώσε της μπόι.
Κουράστηκε να την τρυπούν 
οι κεραίες των μυρμηγκιών εκεί κάτω.
Ντύσε τη με μυς και αγγεία.
Θέλει να γίνει σάρκα».

Καθόμαστε λοιπόν εδώ, ανάμεσα 
στα πελώρια γράμματα 
που ανθίζουν στην έρημο, 
με όλη την Ασία 
να μας καίει τη γλώσσα.
Καθόμαστε, έξω απ’ την Πύλη, 
κι η ζάχαρή μας γρατζουνάει 
τη γλώσσα σαν άμμος.

Με ρωτάς πάλι αν τους είπα 
πως ερχόμαστε από μακριά 
πως κι ο άνεμος ο ίδιος απόκαμε
να ’ρχεται στο κατόπι μας.
Τους το ’πα. Μου είπαν 
πως ο άνεμος δεν απόκαμε,
πως πάντα θα μας διώχνει 
απ’ την Πύλη. Μου είπαν 
πως δεν υπάρχει το όνομά σου
στο χαρτί.

Μου είπες: «Πάρε το χαρτί.
Γράψε, με αλάθητο χέρι, 
όσα δεν γνωρίζεις».

Ξεκινώ όπως μου έμαθες, ανάστροφα,
από τη Δύση προς την Ανατολή 
απ’ το ωμέγα του στεναγμού 
προς το άλεφ της άλγεβρας
από τη μεταβολή των συνόρων 
προς τη μονιμότητα 
των βυθών στον αχάτη.

Ερμητικά κλειστό

(για το Σίμο Ζένιο)

                  Signatures of all things I am here to read…
                  James Joyce

Η μνήμη δεν είναι υπόμνησις: 
η πρόθεσή σου υποβιβάζει 
κι η πρόσθεσή σου αφαιρεί, Θεέ.
Νομίζεις πως ξεχνάω πώς σε λένε;
Μηχανορράφε!

Σε λέγαν Θευθ ή Θωθ. 
Σε άλλη Θήβα έμενες.
Κατεργαζόσουν τα σημάδια 
και τα παίγνια. Στη δεύτερη 
τη Θήβα όταν ήρθες, και στη Ρώμη,
η Ίβις μετανάστευσε με δυο φτερά 
στα πόδια, στο κεφάλι σου. 
Απέκτησες τρίτη διάσταση 
στην πέτρα. Περάσανε αιώνες.

Οι Πτολεμαίοι σε συνέλαβαν, 
λαθραίος όταν επέστρεψες 
στην Αίγυπτο.
Διερμηνεύτηκες ελληνικώς.
Τρισμέγιστο σε είπαν, κιβδηλοποιέ! 
Καμώθηκες τον αστρολόγο, 
τον αλχημιστή. Φόρεσες γενειάδα. 
Πολλαπλασίασες τα σύμβολά σου.

Κανέναν δεν κορόιδεψες, μαθές. 
Το εμπόριο που πρέσβευσες παρήκμασε.
Η περιφέρεια δεν είχε πλέον κέντρο.
Έγινες ερμαφρόδιτος, 
σαν τον υδράργυρο
άλλαζες καταστάσεις. 
Ζητούσες σαν ικέτης ερμηνεία. 
Παντού σε παρερμήνευαν.

Μα εγώ καλά σε γνώρισα, 
αμπελουργέ κάθε φενάκης
κήρυκα των αυταπατών! 
Μ’ έκλεισες εδώ, 
στ’ αλαφροπάτητο πέρασμα 
των πέτρινων σκυλιών
στις έννοιες. Στην παγερή αγκάλη 
των νοητών φιδιών σου 
έπνιξες την απλότητά μου.

Μού ’κλεψες, Θεέ των κλεφτών, 
την ιερή μου άγνοια.
Στράγγισες το βάρβαρο αίμα μου. 
Ξέχασα τον κόσμο πριν τη Βαβέλ.
Κυλίστηκα σε χαμαιτυπεία,
έγινα Εβραίος στο Δουβλίνο, 
φόρεσα κοκκάλινο σκελετό
στα σβησμένα μου μάτια.

Έγινα είρων.
Ο Πλάτωνας μ’ εξόρισε.
Με αποπλάνησε ένας τυφλός 
στο Μπουένος Άιρες.
Την ηδονή του ερμητικά κλειστού 
γνώρισα σώματος.

Το βιβλίο των Πλασμάτων, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2021

Το σαλιγκάρι

Αρχαίος μάρτυρας
υπομονετικός κηπουρός
ενσώματη μεταφορά
παραπληγικός άγγελος
ερμητική σφραγίδα
έρπων μεταφραστής
κινούμενος οίκος
παραπαίουσα Κιβωτός
διαλεκτικός ιστός.

Σίγμα η απαρχή της στροφής
άλφα η περιέχουσα εστία
λάμδα το κολλώδες ίχνος
ιώτα η ερμηνευτική κεραία
γάμμα ο κόμβος της δυσκολίας
κάππα η βραδεία επιμονή
ρω η αέναη κύλιση:

δίδαξέ με γραφή, σαλιγκάρι•
δίδαξέ με σιωπή.

Μέδουσες

Υποβρύχια η μοίρα
των αλεξιπτωτιστών
ανθοφορεί σε τρούλους ηλεκτρικών εκκλησιών.
Φωσφορίζει η ασθενέστερη 
αρχιτεκτονική των μετασχηματισμών,
η κυματίζουσα μεμβράνη.

Ώστε παίρνουν εκδίκηση τα άνθη!
Για την εκδίωξή τους απ’ τον κήπο,
για τις αντιπαροχές εδάφους και τις αγγελίες
διαμερισμάτων μας μαστιγώνουν 
υδροκέφαλα τα πελαργόνια, κι οι αμπαρόριζες,
κι οι ντάλιες με τη ρίζα στο φαρμάκι.

Στην Αυστραλία 
όργωσαν έναν κολυμβητή με πληγές 
τόσο που αναδύθηκαν έξι νησιά στην πλάτη του 
αβύθιστα κι αυτοτελή 
στην Αμοργό περιφράσσουν ακόμα 
το χώρο του ακατάλυτου λόγου, και λένε 
όσοι ξέρουν, δεν επιτρέπεται εξαιτίας τους 
καμία επιστροφή, για μια φορά μονάχα 
γκαστρώνεται η λέξη απ' τ’ αλάτι.

Σε τέτοια διαφάνεια 
κολυμπάμε! Τέτοια μας κόβουνε γυαλιά!
Τυφλές σαν σπερματοζωάρια,
κι από το φως πυκνότερες πυκνώνουν 
και αραιώνει το νερό για να περάσουν
και παίρνει το μαχαίρι του ο Θεός 
και τις χωρίζει απ’ τα πλευρά της φυσαλίδας
των δυτών, και λέει θα είναι αυτές
οι σκοτεινότερες ανάσες.

Τον ήλιο αποτυπώνουν με εγκαύματα, 
με αρμαθιές βελόνες 
του κεντάνε πυρκαγιές. 
Φριχτές χορεύουν 
κι άλαλες, νύφες πνιγμένες 
πέπλα.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Αντώνης Μπαλασόπουλος γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη και είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η δημιουργική του δουλειά (αφορισμοί και σύντομα δοκίμια, ποίηση και διήγημα) έχει δημοσιευτεί σε πληθώρα έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων. Τα ως τώρα δημοσιευμένα έργα του είναι δυο συλλογές αφορισμών και δοκιμίων: Απ’ το μάτι της βελόνας. Αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων (Galerie Astra, εκτός εμπορίου, 2010) και Το βιβλίο των μικρών συλλογισμών (Galerie Astra, 2011)• τρεις συλλογές ποίησης: Πολλαπλότητες του Μηδενός (Σαιξπηρικόν, 2020), Λευκό στο λευκό (Ενύπνιο, 2021), και Το βιβλίο των πλασμάτων (Σαιξπηρικόν, 2021)• και μια συλλογή διηγημάτων, Ο κύβος και άλλες ιστορίες (24 Γράμματα, 2021). Τα επόμενα έργα του προς δημοσίευση θα είναι μια δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Tableau: Αφηγήσεις και η συλλογή ποίησης Το βιβλίο των χεριών.

Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Αναστάσης Πισσούριος-Σύντομο κριτικό σημείωμα για το Βιβλίο των χεριών