Κιβωτός
Η βροχή ξεκίνησε όπως συνήθως ξεκινούν οι βροχές: τα σύννεφα πύκνωσαν, το λευκό τους έγινε γκρίζο κι έπειτα κατέβηκε τα σκαλιά της απόχρωσης προς το μαύρο καθώς τα φούσκωνε το νερό. Ο αέρας ψύχρανε και το φως μειώθηκε, σαν κάποιος να χαμήλωνε τον ροοστάτη τ’ ουρανού. Οι πρώτες ψιχάλες ήταν ήδη χοντρές. Έπεσαν βαριά, με θόρυβο, στις λαμαρίνες και στο μέταλλο, στην άσφαλτο και στο τσιμέντο, στις γκρίζες στέγες της πόλης, στα κεφάλια ζώων και ανθρώπων. Κι όπως πάλι συνήθως συμβαίνει, η κυκλοφοριακή ροή στο σώμα της πόλεως άλλαξε, πύκνωσε, βράδυνε. Στα φανάρια, που αιμορραγούσαν κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί, κομμένα απ’ τις λεπίδες των υαλοκαθαριστήρων, εμφανίστηκαν θρομβώσεις από αυτοκίνητα, τ’ αστραφτερά τους μέταλλα συνωστίζονταν σε καραβάνια, κι από τους δρόμους, εκεί που δεν υπήρχε ούτε στέγαστρο ούτε άλλη προστασία απ’ το νερό, αραίωσαν άνθρωποι και σκύλοι και φυσικά γατιά και βγήκαν, αργά και σταθερά, πομπές από ομπρέλες, όπως κάποιες φορές συμβαίνει στους Επιταφίους.
«Εις την κατάπαυσίν σου, Κύριε…Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων…το τριλαμπές υμνήσωμεν βοώντες…ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός»: μέσα από το παράθυρο του έκτου ορόφου, πίσω από τα διπλά τζάμια, εντός του σιωπηλού σπηλαίου του νου του, ο Νίκος, βαπτισθείς βεβαίως Νικόλαος, άκουγε τις λέξεις και τη μουσική τους καθώς έπλεαν σαν καραβάκια στη ροή ενός νοητού ποταμού, που η κοίτη του ήταν άγνωστη, ή βρισκόταν σε κάποια μακρινή και άγνωστη περιοχή που έπρεπε να διανύσεις πολλά χιλιόμετρα για να την πλησιάσεις, όπως, είχε δει κάποτε στην τηλεόραση, ότι συμβαίνει με την κοίτη του Νείλου, χαμένη σε ένα ασήμαντο ρυάκι στο Μπουρουντί μέχρι να την ανακαλύψει, το 1934, κάποιος φιλοπερίεργος Γερμανός — όπως συνήθως συμβαίνει. «Λέξεις σαν καραβάκια, λέξεις σαν θυμιατά», ήταν η παράγωγη σκέψη του Νίκου, για την οποία δεν ήταν βέβαιος αν τη θυμόταν κι αυτή από κάπου ή μόλις τη σκέφτηκε, ούτε για το αν, εφόσον συνέβαινε το δεύτερο, η επινόησή της είχε τη δική της κοίτη κάπου αλλού, σε κάποιο τέλος πάντων εξίσου θαμπό και ανεντόπιστο από γερμανούς εξερευνητές παρελθόν.
Στο ρολόι του γραφείου της εταιρείας η ώρα ήταν εννέα και δέκα και με τις σκέψεις αυτές και το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο ο Νίκος επέπλεε στα ήσυχα νερά της πρώτης νύστας της ημέρας για αυτόν που σηκώνεται στις πεντέμισι για να πιει με την ησυχία του τον πρώτο του καφέ και να διανύσει την απόσταση, λαμβάνοντας υπόψη ασφαλώς, όπως κάθε στρατηγικά εξοπλισμένος κάτοικος του άστεως οφείλει, τον μέσο όρο της κίνησης και των καθυστερήσεων των μέσων μεταφοράς όταν έχει να διανύσει αρκετά χιλιόμετρα για να φτάσει στη δουλειά στις εφτάμισι. Επέπλεε πάνω από τις στοίβες τιμολογίων κι εντολών πληρωμής, κοιτώντας τη βροχή που έπεφτε και φορώντας τριπλό σωσίβιο τα τρία φωνήεντά της: Ε-ύ-α. Κάποιες φορές, αφού είχαν κάνει έρωτα και κοίταζε ήρεμος το ταβάνι, αβέβαιος για το αν αυτό κατεβαίνει ή αυτός υψώνεται, σκεφτόταν ότι, αν κανείς λάμβανε υπόψη το πλήρες του όνομα —Νικόλαος Ωριγένη Ευσταθίου— ως ακρωνύμιο, η γραμματική τους, ούτως ειπείν, ένωση —πέντε φωνήεντα κι ένα σύμφωνο— έμοιαζε σαν μια συστάδα μπαλόνια που μόνο ένας σπάγκος κρατάει στο έδαφος, ή σαν αερόστατο μεγάλο, με μια μονάχα μικρή άγκυρα στο καλαθάκι του, σημάδι της νοσταλγίας του εδάφους σε σχέση με τη σαγήνη της ακατοίκητης απλωσιάς των αιθέρων.
Και η βροχή συνέχιζε ακατάπαυστα, αμείωτα να πέφτει, ο ωροδείκτης κι ο λεπτοδείκτης να γυρνούν κι ανάμεσα, σαν φρόνιμα τοποθετημένο φράγμα στην ομαλή ροή αυτών των δύο ποταμών, το τηλέφωνο από τη διεύθυνση κι από τα κατά τόπους υποκαταστήματα να χτυπά. Ως τις έντεκα, τα φρεάτια είχαν αρχίσει να ξεχειλίζουν· στις δώδεκα, ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες πυροσβεστικών οχημάτων, που έσπευδαν σε πλημμυρισμένα υπόγεια και εγκαταστάσεις· κοιτώντας στα κλεφτά τα νέα από το διαδίκτυο, είδε φουσκωμένα και λασπωμένα νερά, κλαδιά δέντρων, τα πρώτα μικρά ζώα να παρασύρονται απ’ το νερό, τις πρώτες διακοπές ρεύματος. Παράξενο: στη φαντασία, η βροχή εξαγνίζει. Στην πραγματικότητα, ξετρυπώνει από παντού τα περιττώματα στα ακάθαρτα σπλάχνα της πόλης. Στον δρόμο κάτω απ’ το γραφείο έπλεαν ήδη πεταμένες χειρουργικές μάσκες, χαρτιά περιτυλίγματος, πλαστικές σακούλες και μαζί τους φύλλα, μικρά κλαδιά, σελίδες εφημερίδων. Τα φρεάτια γέμιζαν γρήγορα από σκουπίδια και το νερό ξεχείλιζε όλο και πιο εύκολα.
Στη μία, και αφού το σκέφτηκε αρκετή ώρα, πήγε στο γραφείο του Διευθυντή και του ζήτησε άδεια γιατί ανησυχούσε, είπε, για τη γριά μάνα του, που έμενε σε ισόγειο σε περιοχή κοντά σε ρέμα. Ο διευθυντής, που φαινόταν χαμένος στις δικές του σκέψεις, ένας Θεός ξέρει για τι πράγμα, τον κοίταξε αφηρημένα, σαν κάποιος που μόλις έχει ξυπνήσει από βαθύ όνειρο και δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται. Με ένα νεύμα και ένα χαμηλόηχο μουγκρητό σαν ζώου τον απάλλαξε των καθηκόντων του για το υπόλοιπο της μέρας.
Στο Μετρό, όπου η υγρασία ήταν έντονη και σχεδόν έσταζαν ήδη τα τοιχώματα, επιβιβάστηκε γρήγορα και χωρίς να δίνει σημασία στους γύρω. Αλλά δεν πήρε τη γραμμή για την περιοχή της μάνας του. Η κατεύθυνσή του ήταν το διαμέρισμα της Εύας, που ήταν ψηλά, στον πέμπτο όροφο, μιας περιοχής που ήταν σε λόφο. Απ’ το μικρό μπαλκόνι, όπου τους άρεσε να πίνουν κρασί κάνοντας και κανένα τσιγαριλίκι, έβλεπαν τη θάλασσα από φώτα, την αφηρημένη πόλη, μορφή μακρινή και άδεια. Και κάποιες φορές, ιδιαίτερα αν ο καιρός ήταν καλός και η νύχτα γλυκιά, τους έπιανε ο ύπνος έτσι για λίγο και είχε τύχει να ξυπνήσουν από τον ήχο ποτηριού που έπεφτε κι έσπαζε απ’ τα χαλαρωμένα τους χέρια.
Φυσικά, ώσπου να φτάσει στην πυλωτή, είχε γίνει μούσκεμα από πάνω ως κάτω. Το νερό είχε μπει στα εσώρουχα, στις κάλτσες, στα παπούτσια του. Στην πόρτα, η Εύα τον κοίταξε χαμογελώντας και του είπε ότι με τέτοιο χάλι έπρεπε να γδυθεί αμέσως. Γυμνώθηκε, αφήνοντας τα ρούχα του και τα παπούτσια του σε ένα ακανόνιστου σχήματος βουναλάκι στο πάτωμα, σαν τ’ απομεινάρια από έρευνα για πνιγμένο.
Άναψε τσιγάρο και πήγε, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, στο παράθυρο, κοιτώντας τη βροχή να πέφτει σαν κουρτίνα, σαν την αυλαία στο τέλος μιας παράστασης. Στο περβάζι κουρνιασμένο ήταν ένα περιστέρι. Τέλειωσε το τσιγάρο του και ξάπλωσε γυμνός στο κρεβάτι. Η Εύα έκλεισε τις κουρτίνες και το φως μειώθηκε κι άλλο στο ήδη μισοσκότεινο δωμάτιο. Παρ’ όλα αυτά, πριν βγάλει και αυτή τα ρούχα της κι αρχίσει να τον χαϊδεύει, χαμήλωσε με μια παράξενη σεμνοτυφία τις φωτογραφίες των δυο παιδιών τους, ένα για τον καθένα, από διαλυμένους πια γάμους. «Δε νιώθω άνετα να μας κοιτούν γυμνούς», του είχε πει όταν τη ρώτησε την πρώτη φορά, κι έκτοτε είχε αφήσει το θέμα διακριτικά στην άκρη. Ούτως ή άλλως, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να τη νιώσει, ζεστή σαν ψωμί ή σαν ζώο φρέσκο απ’ τη γέννα, πάνω του. Έβαλε τα χέρια του στη μέση της. Αν και είχε γεννήσει, ήταν πολύ αδύνατη, κι έτσι τα δάχτυλά του ένιωθαν τα κόκκαλα του θώρακά της: δώδεκα και δώδεκα, σύνολο είκοσι τέσσερα, όσα τα γράμματα της αλφαβήτου, απ’ τα οποία προέρχονται όλες οι λέξεις, οι πιο τετριμμένες και οι πιο λαμπερές, κι όπου κατέληγαν, σαν τα ποτάμια, όλη η αγωνία, η απελπισία, η έκσταση και η χαρά, η αλήθεια και το ψέμα, η γνώση και η άγνοια.
Τον πότισε κρασί, κι έτσι ξαπλωμένος όπως ήταν του χυνόταν λίγο στο στέρνο κι έτρεχε στα πλευρά του, κόκκινο σαν το αίμα. «Μια ζωή την έχουμε!» είπε η Εύα, και «βίβα!», πριν του προσφέρει το τσιγαριλίκι που άναψε.
Μέχρι τις τρεις το απόγευμα είχε γλαρώσει πάνω της ενώ βρισκόταν ακόμη μέσα της σαν το τρομαγμένο ζώο, με τα δάχτυλά του ακόμα να μετράνε τα πλευρά της, σωστά όλα κι ανθεκτικά, στη θέση τους. Τα μέτραγε, κι ο νους του αρμένιζε, σε ξύλινα καράβια, γάστρες και νομείς. Στους σκαρμούς, τα μαντάλια, τις έδρες και τους λώρους έτρεχε, σε σχέδια παλιά ναυπήγησης. Δεκαπέντε χρόνια δουλειά και δεν είχε αξιωθεί να αγοράσει μια βάρκα, όπως πάντα ήθελε.
Από το Ο κύβος και άλλες ιστορίες, Αθήνα: 24 Γράμματα, 2021.
Comments
Post a Comment