Θα έπρεπε να ξέρω-Booksitting
Δεν είναι κάτι άλλο, είναι ότι τρομάζουν και παγώνουν στο αιφνίδιο φως. Πάνω της πέφτουν 2.000 κιλά από ατσάλι και φάιμπεργκλας με ταχύτητα περίπου 90 χιλιόμετρα την ώρα. Τόσο υπολογίζω ότι έτρεχα, γιατί είχα φτάσει σε ευθεία και κατηφόρα κατεβαίνοντας απ’ το βουνό. Ήρθε στο διάβα μου το ίδιο ξαφνικά όσο εγώ στον δικό της. Τώρα έχει γίνει ένα με τον προφυλακτήρα, η σάρκα της κομματιασμένη, κόκκαλα σπασμένα, το αίμα να στάζει στην άσφαλτο.
Ανοίγω το πορτ-μπαγκάζ και ψάχνω, βρίζοντας, για το μικρό τσεκούρι που έχω για πυροπροστασία στο εξοχικό. Το βρίσκω, φυσικά, κάτω-κάτω, κρυμμένο κάτω από παλιά περιοδικά και το κουτί πρώτων βοηθειών. Μέχρι να τελειώσω μαζί της έχει ξημερώσει. Κοιτάζω τα ρούχα μου, τα χέρια μου, μες στα αίματα. Είμαι ιδρωμένος και τουρτουρίζω ήδη στο πρωινό κρύο του δάσους.
Η προοπτική να κοιμηθώ λίγες ώρες πριν το πρωινό ραντεβού στη δουλειά εξανεμίστηκε. Μόλις που προλαβαίνω, και μάλιστα αν το πατήσω στο υπόλοιπο της διαδρομής, να κάνω ένα μπάνιο και να ξεπλυθώ από τα αίματα και τη μυρωδιά της και να ντυθώ. Ίσως ούτε καν να πιω καφέ δε θα προλάβω, κι αυτή η σκέψη με εκνευρίζει ήδη. Καθώς πλησιάζω στην πόλη, τα δέντρα δίνουν τη θέση τους σε μεγάλες επιγραφές με διαφημίσεις. Κοιτάζω μια για αλλαντικά, με γαλάζιο φόντο που έρχεται σε άσχημη αντίθεση με το σκούρο κόκκινο απ’ τα λουκάνικα και το πιο ανοιχτό απ’ τα σαλάμια.
Ξαφνικά, νιώθω αναγούλα, τα σωθικά μου να γυρνάνε. Θέλω να ξεράσω, σαν να έχω φάει κάτι που δεν κατεβαίνει στο στομάχι. Σταματάω σ’ έναν σταθμό για οδηγούς. Έχω ιδρώσει. Άλλωστε είναι ήδη πολύ ζεστότερα έξω, με το υψόμετρο πίσω μου και την ώρα προχωρημένη, σχεδόν επτάμιση.
Ανοίγω την πόρτα και κατεβαίνω. Μπροστά, ο προφυλακτήρας μου έχει στραβώσει και είναι γεμάτος απ’ τα ίχνη της. Τουλάχιστον 300-400 ευρώ ζημιά. Περπατάω ως το μάρκετ, παραγγέλνω έναν καφέ—κι ας τον ήθελα στο σπίτι—και κοιτάζω αφηρημένα τις εφημερίδες: εχθροί, εσωτερικοί και εξωτερικοί, οι αγωνιώδεις προσπάθειες επανεκκίνησης της οικονομίας, σκόρπιοι θάνατοι, κάποιοι από οικεία χέρια εντός οικίας. Κάποιος θριάμβευσε και κάποιος συνετρίβη στο ποδόσφαιρο.
Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και οδηγώ προς την έξοδο αλλά κάτι—κάτι που ακόμα δεν καταλαβαίνω—με κάνει να ξεχάσω να ανάψω φλας για τη στροφή. Το επόμενο δευτερόλεπτο όλα είναι θόρυβος—μέταλλο πάνω σε μέταλλο, σπασμένο γυαλί, αλάρμ αυτοκινήτων. Νιώθω τα πόδια μου υγρά, σαν να έχω κατουρηθεί, ή ίσως να ’ναι ο καφές, που χύθηκε. Λίγο μετά, δεν ξέρω πόσο, οι ήχοι σβήνουν. Το φως χάνεται.
Το φως ξανάρχεται, ένας μεγάλος ασημένιος δίσκος πάνω απ’ το κεφάλι μου. Είναι κρύο. Νιώθω πάλι να τουρτουρίζω, όπως όταν τέλειωσα μ’ αυτή που μ’ εμπόδιζε με το σώμα της στο δάσος. Λέω στον εαυτό μου, «δε θα τρομάξω, δε θα παγώσω.» Αυτή είναι η διαφορά μας. Πρέπει να υπερασπιστώ αυτή τη διαφορά. Τα μάτια μου είναι βαριά και κλείνουν, όχι όμως πριν προλάβουν να δουν τη λάμψη από διάφορα μεταλλικά σύνεργα, καλογυαλισμένα και κοφτερά, που αιωρούνται, πιασμένα από λευκά πλαστικά γάντια, από πάνω μου.
Ξυπνάω σ’ ένα σκοτεινό δάσος. Ο χρόνος φαίνεται να έχει κυλήσει προς τα πίσω. Νιώθω το κρύο πάνω στο δέρμα μου. Ξαφνικά, δυο λευκά και εκτυφλωτικά φώτα κάνουν τις κόρες των ματιών μου να διασταλούν. Έρχονται με ταχύτητα κατά πάνω μου αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Έχω παγώσει από την έκπληξη. Κι ακόμα περισσότερο επειδή αυτή η έκπληξη μ’ εκπλήττει. Θα έπρεπε να ξέρω.
Comments
Post a Comment