Αναστάσης Πισσούριος, Η ευνοούμενη ύβρις του ποιητή
Εφημερίδα Χαραυγή
Το βιβλίο των Πλασμάτων – Η ευνοούμενη ύβρις του ποιητή
του Αναστάση Πισσούριου
Το βιβλίο των Πλασμάτων (Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2021) είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Αντώνη Μπαλασόπουλου. Η συλλογή αυτή, θεματική σε χαρακτήρα, λειτουργεί ως η τρίτη κίνηση ενός έργου. Αυτό σημαίνει ότι Το βιβλίο των Πλασμάτων ενέχει στον πυρήνα του την αλληλένδετη σχέση μεταξύ των προηγούμενων συλλογών. Αν λοιπόν εντοπίστηκε επιτυχώς το έδαφος των δύο πρώτων συλλογών, δηλαδή αυτό της «πρώτης ποίησης» – αν έχω το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω ένα τέτοιο όρο σε αντιστοιχία πάντα με την «πρώτη φιλοσοφία» – τότε η τρίτη συλλογή δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι λιγότερο ή περισσότερο σχετικό με το έδαφος αυτό. Συνειδητά λοιπόν δεν θα διεισδύσω σε φιλοσοφικές παρατηρήσεις ούτε σε θεωρητικές προσεγγίσεις για τη σχέση της «πρώτης φιλοσοφίας» με Το βιβλίο των Πλασμάτων. Προφανώς και δεν είναι τυχαία η άρνησή μου αυτή και το σημαντικότερο δεν είναι αποκλειστικά δική μου απόφαση. Αντιθέτως, είναι μάλλον προτροπή του ίδιου του ποιητή μέσα από τα ποιήματά του. Μέσα σε 26 ποιήματα λοιπόν ο ποιητής μας προσφέρει μια δήθεν ζεστή φιλοξενία σαν καλός οικοδεσπότης στον κόσμο των Πλασμάτων. Στην πραγματικότητα όμως συμπεριφέρεται με ασέβεια, αρπάζοντας πίσω ό,τι μας έχει προσφέρει πριν με φροντίδα. Ο ποιητής διαπράττει μια ευνοούμενη ύβρι όντας ποιητής και εμείς είμαστε απλά τα θύματά του. Μας χαρίζει έναν χάρτη, στον οποίο όμως δεν αποσαφηνίζεται κανένας προορισμός. Σαν αναγνώστες-θύματα δικαιωματικά ρωτάμε από πού άραγε βρίσκει Το βιβλίο των Πλασμάτων το δικαίωμα να βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ζώου που ουρλιάζει από τον πόνο; Με ποια είδους αυθαιρεσία μας φορτώνει μια de anima ή καλύτερα μας «δαγκώνει τον αέρα»; Γιατί μας ρίχνει ανελέητα μέσα στο στόμα των «ξεβιδωμένων γνάθων» του ζώου; Αν ο ίδιος ο ποιητής βρίσκεται έξω από τη γλώσσα μ’ ένα «εγώ χωρίς λόγο»· αν είναι ένα πλάσμα που περιπλανιέται σαν «φάντασμα στον λόγο» του, τότε εμείς οι αναγνώστες είμαστε τα πτώματα που βρίσκει για να πατήσει και να φτάσει στον ανέστιο κόσμο των Πλασμάτων. Προδομένοι λύκοι εμείς «όλοι τρεις φορές» μένουνε άναυδοι μπροστά στη βίαιη πράξη του ποιητή, στην παγίδα που μας έστησε ώστε να βλέπουμε να μένει μόνο του το ζώο· μόνο αλλά και διαχεόμενο παντού, σαν ψάρι «σαν στόμα/ που δεν αρκεί/ δε φτάνει». Κοιτάζοντας λοιπόν ο ένας τον άλλον γίνεται μάλλον αντιληπτό ότι Το βιβλίο των Πλασμάτων δεν ανήκει προς το παρόν ούτε καν στον ίδιο τον ποιητή παρά μόνο στα Πλάσματα εκείνα τα οποία ακόμα πασχίζουν με νύχια και με δόντια να ενθαρρύνουν τον άνθρωπο έστω για λίγο πριν το τέλος να σκεφτεί.
Comments
Post a Comment