Το Σπίτι-Χαραυγή
Το σπίτι
Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
Το ξέρω απέξω κι ανακατωτά.
Ξέρω τι έχει μέσα το τρίτο συρτάρι στην κουζίνα, ξέρω ποια ποτήρια είναι μπροστά και ποια πίσω στο ράφι, ξέρω σε ποιο σημείο τα νερά στο μωσαϊκό μοιάζουν με σύννεφο και πού μοιάζουν με περίστροφο. Ξέρω πώς πέφτει η σκιά της συκιάς στην αυλή απ’ την ανατολή ώσπου να δύσει ο ήλιος και ξέρω ποιο θυρόφυλλο τρίζει στο παραθύρι. Και ξέρω όλους τους νεκρούς του: τους ήσυχους και τους άτακτους, αυτούς που κάποιες νύχτες σπρώχνουν τις κανάτες λίγο, όσο χρειάζεται για να πέσουν απ’ τη γωνιά του τραπεζιού, τους ονειροπόλους νεκρούς και τους εκδικητικούς και τους ανεκπλήρωτους κι αλύτρωτους. Έχω φτύσει αίμα για να το χτίσω πραγματικά κι άλλο τόσο για να το ξαναχτίσω στον νου μου.
Και τώρα δεν είμαι εδώ.
Όταν οι άλλοι τρώνε με τα πηρούνια μου και κοιμούνται στα κρεβάτια μου και τρώνε τα σύκα μου, τότε το καταλαβαίνω, το σπίτι είναι πιο πραγματικό από μένα. Τα νεύρα μου και οι μύες μου και ο ιδρώτας μου, όλα ξοδεύτηκαν σ’ αυτό το σπίτι, όλα σώθηκαν εδώ και εμένα δε μου έμεινε τίποτε εκτός απ’ αυτό που νέμονται άλλοι.
Γι’ αυτό μιλάω, δεν υπάρχει άλλος λόγος να μιλήσω.
Μιλάω γιατί τα πόδια τους πάνω στο παρκέ τα νιώθω όπως το γυμνό κορμί τις πρόκες.
Μιλάω γιατί τα χέρια τους, όταν τα σαπουνίζουν κάτω απ’ το νερό της βρύσης, με σφίγγουν στον λαιμό και με πνίγουν.
Μιλάω γιατί προσπαθώ και προσπαθώ να ξεθεμελιωθώ, να γκρεμιστώ, πάνω στα κεφάλια τους, γίνεται να γκρεμιστώ πάνω στα κεφάλια τους; Τότε θα είμαι πάλι εδώ, μέσα στα χαλάσματα πάνω απ’ τα τσακισμένα τους κορμιά θα είμαι πάλι.
Κανείς μας δεν είναι από δω. Το σπίτι δεν είναι κανενός. Ρήμαζε όσο ήσουν εσύ, ρημάζει όσο είμαστε εμείς, ρημάζει μαζί με μας και χωρίς εμάς. Δεν κάνει άλλο απ’ το να ρημάζει, είναι ένα σπίτι που ρημάζει και ξέρει μόνο να ρημάζει. Έχουμε χάσει κι εμείς το σπίτι μας όπως και συ. Όλοι έχουμε χάσει το σπίτι μας. Γι’ αυτό μιλάμε. Δεν υπάρχει άλλος λόγος να μιλήσουμε.
Έζησα φρόνιμα. Έζησα σαν το σαλιγκάρι. Οι ιστοί του κορμιού μου έγιναν τοίχοι, έγιναν δοκοί, έγιναν κέλυφος. Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ολόκληρο τόσο δροσερό σπίτι. Και τον κόσμο τον γύρισα. Πουθενά δε βρήκα αυτή τη δροσιά. Πουθενά δεν είδα το άσπρο μου πουκάμισο τόσο άσπρο στο σκοτάδι της ντουλάπας. Δε σεβαστήκατε τίποτα. Αλλάξατε θέση στα ποτήρια. Μετακινήσατε το τραπέζι. Φέρατε άλλα μαχαιροπήρουνα. Δεν έχετε ιερό και όσιο.
Ζήσαμε άγρια, μας πήρε ο αέρας και μας έφερε εδώ. Ζήσαμε μες στον φόβο αυτού του αέρα και στην ηδονή του ν’ αφηνόμαστε σ’ αυτόν. Βλέπαμε το βουνό και τώρα βλέπουμε μόνο τη θάλασσα. Δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Κανείς δεν έχει πού αλλού να πάει.
Θυμάμαι. Θυμάμαι τα πάντα. Απέξω κι ανακατωτά. Φέρτε μου μολύβι και χαρτί να σας δείξω. Όχι, δε χρειάζομαι ούτε αυτά. Μόνο ένα κλαρί και χώμα, και θα σας δείξω. Θα σας δείξω πού ήτανε όλα και πώς ήταν.
Ξεχνάμε. Ξεχάσαμε πόσους χάσαμε. Ξεχνάμε ποιοι πέθαναν φυσικά και ποιοι αφύσικα. Ποιοι λύγισαν απ’ την πολλή ζωή που μάζεψαν στην πλάτη και ποιοι ξεριζώθηκαν απ’ το χώμα πριν βλαστήσουν. Κανείς τους δεν είναι εδώ. Μάθαμε να ξεχνάμε για να ζήσουμε.
Τα βουνά ήταν δικά μου και σας έδιωξαν. Κυνηγούσα εκεί και τα έκανα δικά μου από παιδί. Πρώτα τις ρεματιές κι έπειτα τις κορφές τους. Δάμασα όλα τα δέντρα σκαρφαλώνοντας, έσκυβαν το κεφάλι να τ’ ανέβω. Όλα τα άγρια και τα ήμερα τρόμαξα με τη σφεντόνα, με την πέτρα.
Σου μπαλώναμε το παντελόνι όταν το ’σκιζες στα κλαδιά. Σου φτιάχναμε τις σόλες στα παπούτσια όταν τα τρύπαγες στα χαλίκια και τα βράχια.
Δεν ήσασταν εσείς. Δεν υπήρχατε. Ήταν μόνο σκιές στους δρόμους που δεν τις κοιτάγαμε. Ήταν μόνο παράξενες και ψεύτικες φωνές του ανέμου που μοιάζανε με τις προσευχές σας.
Είσαι μαζί μας σ’ αυτό το σπίτι. Κοιμάσαι μαζί μας. Σου βάζουμε να φας. Σου φέρνουμε τσάι να πιεις. Κρεμάμε το παντελόνι σου να μην χαλάσει η τσάκιση στη μέση.
Ανέγγιχτο αφήνω το φαΐ σας, ψεύτες. Το τσάι δεν το ακουμπώ στα χείλη. Κυκλοφορώ γυμνός. Το σπίτι ήταν το ρούχο μου.
Θυμώνεις επειδή το σπίτι σου είναι στενό; Όλα τα σπίτια είναι στενά. Πάντα ήταν. Κάποτε ονειρευτήκαμε να ζούμε έξω, κάτω απ’ τον ουρανό, χωρίς τοίχους. Κάποτε είχαμε πει πως τα πραγματικά μας σπίτια είναι ψηλά, στα άστρα.
Ακόμα και τ’ άστρα παραχαράξατε, και τη σελήνη μαζί. Τα φτύνω. Είναι σαν τους τίτλους ιδιοκτησίας σας, ψεύτικα. Άδικα. Εγώ θα σας κλείνω πάντα κι ας λέτε πως βλέπετε τη θάλασσα. Θα σας κλείνω κάθε ορίζοντα. Από παντού θα σας κλείνω τη θέα να μη βλέπετε. Όπως δε βλέπω εγώ εδώ που είμαι. Γιατί δεν είμαι εδώ, στο σπίτι μου. Στο δικό μου σπίτι.
Είναι μάταιο. Θέλεις πάντα την τελευταία λέξη.
Είμαι πιο μεγάλος από σας. Είσαστε μικροί. Ακόμα κι εδώ που είμαι, εδώ σ’ αυτό το στενό σπίτι με τους χωμάτινους τοίχους, είμαι πιο μεγάλος. Θα σας πνίξουμε όλους, έναν-έναν. Θα πάρουμε όλοι το σπίτι μας πίσω.
Φεύγουμε. Φεύγουμε για πάντα. Δε θα μας ξαναδείς.
Πού πάτε κιοτήδες! Χέστες! Γυρίστε πίσω! Είμαι τόσο μόνος μου εδώ! Μ’ έχουνε όλοι τους ξεχάσει!
Comments
Post a Comment