Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες: Σκέψεις για τη νεοελληνική λυρική ποίηση


 Αντώνης Μπαλασόπουλος
Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες: Σκέψεις για τη νεοελληνική λυρική ποίηση

Η Μελαγχολική Μούσα: Από την παλαιά ρομαντική σχολή των Αθηνών στους ρομαντικούς του μεσοπολέμου, επιμ. Σταύρος Γκιργκένης και Ξανθίππη Ζαχοπούλου, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2022.

Όπως είναι γνωστό, η «λυρική ποίηση» ως είδος και ο «λυρισμός» ως τροπικότητα του ποιητικού λόγου έλκουν την καταγωγή τους από τη μουσική λύρα, συνοδεία της οποίας εικάζουμε ότι τo λυρικό ποίημα απαγγελλόταν, σαν ένα είδος τραγουδιού.[1] Εκφερόμενο, το ανθρώπινο αυτό τραγούδι φιλοδοξεί να ενωθεί υπερβατικά με τους ήχους της φύσης, αποτελώντας έτσι την έκφραση μιας αρμονικής σύζευξης και συνύπαρξης του ανθρώπινου και του φυσικού κόσμου, αλλά και κατ’ επέκταση, του ανθρώπινου λόγου και των φυσικών πραγμάτων. Στον βαθμό όμως που με τον όρο «ανθρώπινος λόγος» εννοούμε και την ανθρώπινη ικανότητα για αυτοσυνειδησία, την ανακλαστική συνείδηση εν γένει, η λυρική ποίηση δε δύναται να συντηρήσει επ’ άπειρο την «αφελή» συνείδηση μιας υπερβατικής ένωσης τέχνης και φύσης, λέξεων και πραγμάτων· τα μεταφορικά φτερά του μέλους τείνουν να βαραίνουν από τη συναίσθηση ότι ανάμεσα στα δύο εξακολουθεί να υφίσταται ένα χάσμα συγκροτητικό της τέχνης ως τέχνης. 

 

Αφορμώμενος από κάποιες αράδες του Χέλντερλιν («Οι λέξεις θα βρουν την απαρχή τους σαν τα λουλούδια»), ο κριτικός Paul de Man επισήμανε την «ένταση»[2] ανάμεσα στους πόλους του φυσικού αντικειμένου και της λέξης, εξηγώντας ότι η μεταφορική εξίσωση λέξεων και λουλουδιών αφορά, βέβαια, μια πλάνη: «σε αντίθεση με τις λέξεις, οι οποίες βρίσκουν την απαρχή τους όπως κάτι άλλο (‘σαν τα λουλούδια’), τα λουλούδια γεννιούνται όπως ο εαυτός τους: είναι κυριολεκτικά αυτό που είναι και ορίζονται χωρίς τη συνδρομή της μεταφοράς» (σελ. 4). Η αντίθεση—καλύτερα, η ανεπίλυτη αντινομία—ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα έχει πολλές συνέπειες για την ποιητική: μία απ’ αυτές, που απασχολούν εδώ τον De Man, είναι πως στον χώρο των απλών (κυριολεκτικών) πραγμάτων, δε μπορεί πραγματικά να υπάρξει θεμελίωση κάποιας αρχής ή εκκίνησης όπως απαιτεί ο λόγος, καθώς η «απαρχή» των φυσικών οντοτήτων όπως τα λουλούδια δε συμβαίνει απαξάπαντος αλλά διαρκώς (σελ. 4-5). Η φύση δε γνωρίζει την απαραίτητη εκείνη στην ποίηση στιγμή όπου τα πράγματα εμφανίζονται για πρώτη φορά, απαστράπτοντα, για να ονομαστούν στην ύπαρξη από τον Αδάμ-ποιητή. Έτσι, συμπεραίνει ο De Man, η επιθυμία της ποιητικής γλώσσας να φτάσει «όλο και εγγύτερα στο οντολογικό στάτους του αντικειμένου» είναι «εξ αρχής καταδικασμένη σε αποτυχία» (σελ. 7), και η θεματολογία της ρομαντικής ποίησης αφορά διαφορετικές αρχετυπικές-μυθολογικές εκδοχές αυτής της καταστατικής αποτυχίας της «νοσταλγίας για το αντικείμενο» (ό.π.).

 

Οι παρατηρήσεις του De Man μας επιτρέπουν μια άμεση αντίληψη της σημασίας των στίχων του σπουδαιότερου, ίσως, των ποιητών που ανθολογούνται εδώ: Του Κώστα Καρυωτάκη. «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες/κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει/στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει/στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες» («Κιθάρες»). Αυτές οι αράδες, όπως και τόσες άλλες, όχι μόνο του Καρυωτάκη αλλά και συγχρόνων του, είθισται να ερμηνεύονται ψυχολογιστικά, ως εκφράσεις μιας ροπής προς τη μελαγχολία, και συνάμα ιστορικιστικά, ως εκφράσεις συλλογικής (εθνικής, εν προκειμένω) ήττας και παραίτησης. Στην Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας του, ο Mario Vitti κάνει λόγο για «ποιητές της παραίτησης»[3] όταν μιλά για τους νεορομαντικούς, συσχετίζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μελαγχολίας με την ταπεινωτική εθνική ήττα του 1922 (ό.π., σελ. 353-55)·το ίδιο και ο Κ.Θ. Δημαράς, που παρατηρεί πως καμία «από τις αξίες, για τις οποίες είχε αγωνισθεί πρόσφατα ο ελληνισμός, δεν είταν πια ζωντανή στην ψυχή τους»[4]· πιο συγκρατημένα, ίσως, ο Λίνος Πολίτης αναφέρεται στη γενιά του Καρυωτάκη ως γενιά που διακατέχεται από το «αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής».[5] Αυτού του είδους οι ιστορικιστικο-ψυχολογιστικές εικασίες μπορεί να ανταποκρίνονται λιγότερο ή περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία προσώπων που έχουν εκλείψει. Αλλά δε μας βοηθούν ιδιαίτερα να κατανοήσουμε το τι διακυβεύεται στους γνωστότατους στίχους που παρέθεσα. Γιατί βέβαια οι Καρυωτακικές κιθάρες δεν είναι παρά μια εκδοχή του αρχαίου συμβόλου της λυρικής ποίησης, της λύρας· και ο ποιητής ανασυνθέτει τη σκηνογραφία ενός κλασικού τόπου: τις χορδές τις πάλλει η ίδια η φύση, και είναι η φύση που, κάνοντάς τις να πάλλονται, ξυπνάει «ήχους» και «στίχους». Μόνο που αυτοί οι ήχοι και στίχοι είναι «παράφωνοι» και οι κιθάρες «ξεχαρβαλωμένες», ξεκούρδιστες. Ήδη στο Είναι και χρόνος του (1927), ο Χάιντεγκερ έκανε λόγο για τις διαθέσεις ως μέσα «συγχορδισμού» (Befindlickheit) του Είναι προς τον κόσμο[6]· στους στίχους του Καρυωτάκη εκτίθεται λοιπόν ο αποσυντονισμός των δύο και οι συνέπειες αυτού του αποσυντονισμού για την ίδια την ποιητική μορφή, όπως έξοχα αναδεικνύει σε μια προσεκτική ανάγνωση της σημασίας των «παραφωνιών» που δημιουργούν οι χασμωδίες στις ομοιοκαταληξίες του σονέτου ο Διονύσης Καψάλης.[7]

 

Μόνο που δεν πρόκειται εδώ για κάποια «παρακμή» μιας αρμονικής αρχικής συνθήκης: αντίθετα, η «παραφωνία» της κιθάρας-λύρας είναι, όπως προανέφερα μέσω της ανάλυσης του De Manσυστατικό στοιχείο του τι συνιστά τον λυρικό ποιητικό λόγο. Ακριβέστερα, είναι μόνο η αποτύπωση της αυτογνωσίας του πως σ’ αυτόν η λέξη δεν εξαερώνεται στους ήχους του φυσικού περιβάλλοντος, δε γίνεται ένα με τα πράγματα, αλλά παραμένει ανθρώπινο δημιούργημα και πόλος μιας σειράς αντινομιών που δεν επιδέχονται επίλυσης, αφενός, αφετέρου όμως αποτελούν και τις καταστατικές συνθήκες της ίδιας της λυρικής ποίησης: άνθρωπος και φύση, λέξεις και πράγματα, περατότητα και απεραντοσύνη, έκσταση και μελαγχολία, εαυτός και άλλος, άτομο και κοινωνία, βιολογικό και ποιητικό «εγώ». Η μουσική που γεννιέται στο έδαφος αυτών των αντινομιών δεν είναι «τραγούδι» επειδή δεν παραδίδεται αμαχητί στην αφελή ανεπιγνωσία του μέλους. Είναι, μάλλον, ποίηση. Και ο Καρυωτάκης είναι και πάλι σαφής ως προς τη στροφή από την αφέλεια της ένωσης με τον φυσικό κόσμο στην επίγνωση του χάσματος απ’ αυτόν ως καταστατικής συνθήκης του ποιητικού λόγου: «Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/είναι το καταφύγιο που φθονούμε». Ή, στο «Υστεροφημία»: «Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση/και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.» Το να διαβαστούν αυτοί οι στίχοι ως κάποιου είδους εφιαλτική επίκληση μιας φθοροποιού, σχεδόν «κανιβαλικής» φύσης που γεννάει τη ζωή επειδή θέλει να την αφανίσει είναι, ασφαλώς, μια ερμηνευτική δυνατότητα· προσπερνά όμως με χαρακτηριστική άνεση το βάρος της διττής σημασίας του επιθέτου που χαρακτηρίζει τον φυσικό κόσμο: η φύση είναι «άμετρη», δηλαδή ταυτόχρονα ανεξέλεγκτη και χωρίς ποιητικό μέτρο. Το τελευταίο είναι ακριβώς ανθρώπινο και ποιητικό δημιούργημα και όχι αυθόρμητη έκφραση κάποιου αρχέγονου «συντονισμού» με το κοσμικό είναι· και συνεπώς, αν, ως προς τη φύση «είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», ισχύει ταυτόχρονα ότι η φύση είναι παράφωνη ως προς τον ανθρώπινο λογισμό—ένας αχός χωρίς νόημα και χωρίς γλώσσα που μόνο η «κρατυλική ψευδαίσθηση»[8] επιτρέπει στον ποιητικό λόγο να αποπειραθεί να εγκολπώσει μέσα από τη μεταφορά και τη συμβολοποίηση.

 

Ασφαλώς, η κριτική, περιλαμβανομένων των γενικών λογοτεχνικών ιστοριών που ανέφερα ήδη, έχει ξεχωρίσει τον Καρυωτάκη ως την ωριμότερη και πιο άρτια ποιητική φωνή της γενιάς του αλλά και ως σαφώς ανώτερο των μάλλον ξεχασμένων ποιητών της λεγόμενης «Παλιάς Αθηναϊκής Σχολής». Δεν ανήκει στις επιδιώξεις αυτού του σύντομου προλογίσματος να αμφισβητήσει ή να ανασκευάσει αυτή την αξιολόγηση. Αξίζει όμως ίσως τον κόπο να ιχνηλατήσουμε την κεντρικότητα των ζητημάτων που θίξαμε (και που ελπίζουμε να τοποθετούν σε διαφορετικό πλαίσιο από αυτό του ψυχολογισμού τη συστηματική ενασχόληση με τον θάνατο ως συναφή με τη λογική αντινομία περατότητας και απέραντου/αθάνατου που αφορά εξ αρχής το λυρικό ποίημα ως συνήθως ολιγόστιχη και ρυθμικά συγκροτημένη αναμέτρηση με την «άμετρη» απεραντοσύνη και αθανασία της φύσης): «περνάει το κύμα το σκληρό/χωρίς να μου μιλήσει» (Γ. Ζαλοκώστας, «Η αναχώρησίς της»)· «Ηχώ αρχαία δεν λαλεί την σήμερον καμία […] και άλλον δεν ακούγεται παρά των καλαμώνων ο συριγμός» (Π. Σούτσος, «Τα ερείπια της παλαιάς Σπάρτης»)· «‘φθορά και φθίσις/πάσα η φύσις.’/‘Ναι, της Μούσης είπαν τα θεία χείλη,/φθείρονται μεν τ’ άνθη και φθιν’ η ύλη/αλλ’ έκτος της ύλης, επάνω, θάλλει/βλάστησις άλλη» (Αλ. Ραγκαβής, «Το φθινόπωρον»)· «Ω! διατί επί της γης το μέγα και ωραίον/να διαρκεί προσκαίρως; Και διατί να σβήνεται η δόξα και ο έρως/ως φθόγγος λύρας μαγικής, ως στεναγμός εκπνέων;» (Θ. Ορφανίδης, «Ο Άπατρις»).

 

Γράφοντας για τον Καρυωτάκη, ο Καψάλης παρατηρεί οξυδερκώς την τάση μετατόπισης, στην ποίησή του, από την οπτική εικόνα σε «‘εικόνες’ ήχου» που, με τη σειρά τους, παραπέμπουν σε μια κατάσταση «ανεποπτείας» σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα[9]· μια κάποια τυφλότητα, η οποία έρχεται ως το τίμημα της πρωταρχικότητας της «ακρόασης» του κόσμου που συνοδεύει τον λυρισμό εκ γενετής. Όμως και αυτή η μετατόπιση, γράφει ο Καψάλης, μετατοπίζεται σταδιακά στο «φάσμα του ήχου», στον ήχο ως το φάντασμα «ενός μακρινού απόηχου των πραγμάτων».[10] Αν και η Μούσα υπόσχεται ένα «εκτός της ύλης» όπου η καλλιέργεια, κυριολεκτικά, επιβιώνει της φυσικής φθοράς, η φύση επιμένει να αντικατοπτρίζει την ποιητική προσωδία, το μέσο μίμησης της φυσικής αρμονίας, αρνητικά και ειρωνικά, ως άναρθρο και μη σημαίνοντα «θόρυβο», όπως αυτός του άλαλου κύματος ή του συριγμού των καλαμιώνων. Δεν είναι άξιο απορίας λοιπόν που η «μαγική λύρα», ως σύμβολο μιας κυριολεκτικής πνοής που επιζητά να ενωθεί με το αέναο του αιθέρα, καταπίπτει σε «εκπνέοντα στεναγμό», σε ύλη περατή και καταδικασμένη στη φθορά. Η απόσταση από τις καρυωτακικές ενοράσεις για το (κυριολεκτικά) φύσει χαμένο στοίχημα κάθε λυρισμού είναι, σε τέτοιες στιγμές, αρκετά μικρότερη από ό,τι αρχικά φαίνεται. Και βεβαίως, το ίδιο ισχύει για τους ποιητές της γενιάς του 20, ακόμη και τους ξεχασμένους όπως ο Γιοφύλλης: «Μάθαμε πια την ευωδιά να πιάνουμε/που τ’ άμοιρα τα πράγματα σκορπούν./Τις ίδιες τις ουσίες τους τι ναν τις κάνουμε;/Σαν τι μπορούν πια τώρα να μας πουν;» Οι λέξεις δεν είναι τα πράγματα μα μόνο η «ευωδιά» των πραγμάτων· η «ουσία» τους, το τι πραγματικά είναι το είναι, διαφεύγουν σε μια καταστατική σιωπή πέρα απ’ τον ποιητικό λόγο. Είναι δε τέτοια η απογοήτευση με τα ίδια τα όρια του λυρικού λόγου που ο Γιοφύλλης θα συγγράψει κάτι τόσο αλλόκοτο για το «ρομαντικό πνεύμα» όπως την «Ηδονή της μηχανής», όπου ο μηχανικός θόρυβος του αργαλειού, που πνίγει «τραγουδιού μια αρμονική βοή/της κοπελός» που υφαίνει, εμπνέει το ποιητικό εγώ με «χαρά μεθυστική και λύπη περισσή», με ένα είδος έκστασης για την καταστροφή, για το «ξεχαρβάλωμα» της λύρας.[11]

 

Βρισκόμαστε εδώ, ίσως, στην ίδια τη γενεσιουργό πράξη του περάσματος στον σουρεαλισμό, λέξη που εμφανίζεται ήδη στον τίτλο ενός από τα ποιήματα του Γιοφύλλη, και διάσταση αλάνθαστα εμφανή στο ποίημα με το οποίο η ανά χείρας συλλογή μας εισάγει στον Σκαρίμπα, το «Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος»: «Αν ήμουν δυο σπίρτα με Πίλο/πάνω σε μια τεντωμένη κλωστή,/κι αν—αποκεί—σε ονειρεύομαν: μιαν αμβλεία μαστιγίων/(σαν δυο φρύδια του χάους)». Κάθε έννοια «αρμονίας» και «μέλους» εδώ έχει καταρρεύσει, παραχωρώντας το προσκήνιο στην έκρηξη του ανοίκειου, τόσο εικονογραφικά όσο και συντακτικά και μορφικά. Αν και ο πειρασμός αναγωγής των ποιητών του παρελθόντος σε «πιερότους»—μισοθλιμμένους και μισοκωμικούς, ή καλύτερα μισοκωμικούς στην εμμονική τους θλίψη—παραμένει ισχυρός υπό τη σκιά μιας κριτικής που βάφτισε όλα της τα αξιολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία στο νάμα του σεφερικού μοντερνισμού, θα ήταν λάθος να συνεχίσουμε να ερμηνεύουμε αυτή τη μορφή με όρους κοινοτυπίας. 

 

Γιατί τότε, ανάμεσα σε άλλα, θα αδυνατούσαμε να αναμετρηθούμε με το σκάνδαλο ενός ποιήματος όπως «Ο Πιερότος» του Ρώμου Φιλύρα, όπου η ίδια η εικόνα της αυτεπίγνωσης, του ανακλαστικού υποκειμένου, υπονομεύεται από την «πανένια» υπόσταση του φορέα της[12]: «έξαφνα, καθώς έγερνε, ήταν όλος/μια σκεπτική και επιγνωσμένη εικόνα […] Είχε του θετικού την παρουσία,/το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού» («Ο Πιερότος»· οι εμφάσεις δικές μου).  Εδώ πια, η «σκληρή και κολασμένη αντίθεση» (Φιλύρας, «Μεγάλη Παρασκευή») του ανθρώπου ως φυσικού όντος ανάμεσα στα όντα και του ανθρώπου ως ανακλαστικής συνείδησης που προσλαμβάνει τον κόσμο από απόσταση φτάνει στα όριά της: αν ο φυσικός κόσμος κινδυνεύει πάντα να ολισθήσει στον ήχο του «μακρινού απόηχου των πραγμάτων», ο ανθρώπινος λογισμός απειλείται επίσης από έναν υλισμό του οποίου φορέας είναι ο ίδιος, και ο οποίος, στη νευροφυσιολογία του νου, διακρίνει ήδη τη μηχανικότητα μιας μαριονέτας. Ίσως να είναι η ίδια αυτή μαριονέτα που εκφράζεται στη ρομαντική προσωδία, θέτοντας ριζικά εν αμφιβόλω τη μεταφυσική του «οργανικού» ή «φυσικού» της έκφρασης· κι έτσι, τα ίδια τα θεμέλια του ρομαντικού λυρισμού: «Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές/τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας» (Καρυωτάκης, «Όλοι μαζί…»)

***



[1] Βλ. Chris Baldick, The Concise Oxford Dictionary of Literary TermsΟξφόρδη: Oxford University Press, 2001, σελ. 143-44.

[2] Paul de Man, “Intentional Structure of the Romantic Image”, στο The Rhetoric of RomanticismΝέα Υόρκη: Columbia University Press, 1984, σελ. 2. Η μετάφραση είναι του γράφοντος.

[3] Mario VittiΙστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας, 1987, σελ. 355.

[4] Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Γνώση, 2010, σελ. 585. Παρόμοια είναι τα πορίσματα για την Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα: «η γενιά που καθορίζει τον ελληνικό ρωμαντισμό είναι γενιά δοκιμασμένη από την ιστορία, πικραμένη, απογοητευμένη από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες που ακολούθησαν τον Αγώνα, εκνευρισμένη από την πυκνή διαδοχή ελπίδων και απογοητεύσεων που χαρακτηρίζει τότε την ελληνική μοίρα» (ό.π., σελ. 390).

[5] Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: MIET, 2007, σελ. 249.

[6] Matthew Ratcliffe, “Heidegger’s Attunement and the Neuropsychology of Emotion”, Phenomenology and the Cognitive Sciences τομ. 1 (2002): σελ. 289.

[7] Διονύσης Καψάλης, «Κ.Γ. Καρυωτάκης: ‘Το φάσμα του ήχου’», στο Τα Μέτρα και τα σταθμά, Αθήνα: Άγρα, 1998, σελ. 160-67.

[8] Όρος του Gerard Genette· βλ Καψάλης, «Κ.Γ. Καρυωτάκης: Το φάσμα του ήχου», σελ. 155-56.

[9] Καψάλης, ό.π., σελ. 152.

[10] Καψάλης, ό.π., σελ. 154.

[11] Βλ. επίσης το «Αργαλειοί, μύριες μηχανές», του ίδιου ποιητή στην ανά χείρας συλλογή.

[12] ΒλΣίμος Ζένιος, “The Poet as Prophet and Pierrot: Romos Phillyras and the Afterlife of Romanticism”, Σύγκριση, τομ. 26 (2016): σελ. 31-47. 


Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Αναστάσης Πισσούριος-Σύντομο κριτικό σημείωμα για το Βιβλίο των χεριών