Ο ταμίας-Booksitting



Ίσως γι’ αυτό τρομάζουν τόσο, λέω λοιπόν. Όταν κοιτάζουν —όσοι κοιτάζουν, και δεν είναι πολλοί, οι περισσότεροι σβήνουν σαν το κερί μόλις με δουν να τους κοντεύω—δε βλέπουν την αντανάκλασή τους στις κόρες των ματιών μου. Ούτε και φως. Τους λούζει κρύος ιδρώτας. Θυμάμαι έναν —έναν μόνο, γέρο πολύ— που με περίμενε κι ήθελε να το ξέρω. «Σε περίμενα», μου είπε. «Και τι μ’ αυτό;», του απάντησα. «Δεν κάνει διαφορά στην πληρωμή. Δεν κάνω εκπτώσεις». Κι αυτός τότε μου λέει «έχω κάτι να σου πω: μονάχα εσύ δε θα γνωρίσεις ποτέ τον εαυτό σου, γιατί ποτέ δε θα’ ρθεις για σένα να εισπράξεις το ποσό, κι ούτε την παγωνιά στα χέρια σου θα τη γνωρίσεις, ούτε το τυφλό γυαλί των ματιών σου θ’ αντικρύσεις». «Και τι σ’ ωφελεί, κωλόγερε», θύμωσα, «που εσύ με ξέρεις; Αυτή τη γνώση σου τι θα την κάνεις;»

Έχουν διαδώσει μεταξύ τους πως κάνω αυτή τη δουλειά πολλά χρόνια. Αλήθεια είναι. Πάρα πολλά. Περισσότερα από όσα υπάρχουν εδώ οι ίδιοι, και πριν απ’ αυτούς πλάσματα αναρίθμητα — αυτό συνήθως το ξεχνούν μιας και το ’χουν συνήθειο να μετράνε το χρόνο απ’ την αφεντιά τους και μόνο. Το ’χουν διαδώσει λοιπόν πως απόκαμα, πως έχω κουραστεί, πως θα ’θελα κάποτε κι εγώ να γνωρίσω τον εαυτό μου ξέχωρα απ’ τη δουλειά μου. Γελάω μ’ όλα αυτά. Ποτέ δε θα μάθω ποιος είμαι. Και ποτέ δε θα κουραστώ.

Πηγαίνουν μαζί αυτά: να ξέρεις ποιος είσαι και να νιώθεις κούραση, σαν να ’γινες βάρος στον εαυτό σου αβάσταχτο επειδή τον ξέρεις. Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα. Είμαι η άγνοια η ίδια για τα πάντα. Το τέλος κάθε γνώσης. Όποιος βαδίσει δίπλα μου ξεχνά κι αυτά που ήξερε. Ένα-ένα. Ακόμα κι αυτά που λέει «αγάπη» και «μίσος». Αυτά είναι τα τελευταία που ξεχνά. Τα βλέπω να ξεγλιστράν απ’ το μυαλό του, πρώτα το μίσος, γιατί είναι πιο μάταιο τώρα· μετά την αγάπη, που την κρατάει για τελευταία παρηγοριά. Κι αυτήν όμως ακόμα την ξεχνά όταν βαδίζει δίπλα μου στην κοιλάδα όπου δε φυσά κανένας αγέρας. Κι έπειτα, όταν ξεχάσει κι ό,τι αγαπά, το μέσα του ξεχνά το μέσα του.

Η καρδιά του ξεχνά να χτυπήσει, οι πνεύμονές του να διασταλούν, το διοξείδιο να βγει από μέσα του, το οξυγόνο να μπει, το μυαλό να προστάξει. Όλα μέσα τους ξεχνούν τις δουλειές τους, κι αυτή είναι η τελευταία λήθη, η λήθη μετά τη λήθη όλων των μελημάτων κι όλων των οφειλών σε ομοίους, μετά τη λήθη των επιθυμιών. Έρχεται πάντα η στιγμή που είμαι ο μόνος που ξέρει τη δουλειά του και δεν την ξεχνά. Κι αυτό είναι σημαντικό. Κάποιος, διάολε, πρέπει την κρίσιμη στιγμή να ξέρει τη δουλειά του! Αυτό είναι το μόνο που ξέρω στη μεγάλη μου άγνοια, στην ατέλειωτη επανάληψη των ίδιων συναντήσεων. Και τ’ ορκίζομαι, μόνο αυτή η επανάληψη, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, θα έκανε οποιονδήποτε, ακόμα και τον πιο ατρόμητο απ’ αυτούς, να σιχαθεί τη ζωή του ώσπου να παρακαλεί  να βρεθώ στο διάβα του. Αλλά τι να σημαίνει τούτη η επανάληψη για μένα; Εγώ είμαι ο ίδιος η επανάληψη, όπως είμαι η λήθη και η άγνοια.

Κι όμως είμαι τίμιος με τις εισπράξεις μου και ποτέ δε δέχομαι ούτε δεκάρα παραπάνω ή παρακάτω από όσα δικαιούμαι. Απεχθάνομαι τους κλέφτες και την κλεψιά. Μπορείτε να το μετρήσετε στα προτερήματά μου αυτό. Μπορείτε ακόμα και να το πείτε «ηθική». Όσα μου χρωστάνε παίρνω. Και σε σχέση με τον έφορο, που κυνηγάει ακόμα και τα παιδιά σας, και τα παιδιά των παιδιών σας, εγώ είμαι υπόδειγμα, κυρίες μου και κύριοι: κανένας δεν πληρώνει στη θέση του άλλου, όλοι πληρώνουν για την πάρτη τους —«επαχθές δάνειο», λένε κάποιοι, «δεν το ζητήσαμε ποτέ, μας εξαπάτησαν», λένε άλλοι, οι πιο φοβιτσιάρηδες και μικρόψυχοι— το δάνειο όμως είναι δάνειο και όλοι χρεώνονται στον δικό τους λογαριασμό.

Πολλά όμως είπα και σήμερα και έχω όλον τον χρόνο να τα ξαναπώ — τα ίδια θα ’ναι, άλλωστε. Κι αν είναι μονότονα σαν ιστορία παρηγορήσου, είναι η τελευταία! Ναι, εσύ που τρέμεις ήδη σαν το ψάρι ανάμεσα στους άλλους που χάσκουν, εσύ το ξέρεις ήδη ότι η δουλειά μου σήμερα σε αφορά.


Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ