Percy Bysshe Shelley-Ωδή στον δυτικό άνεμο

Percy Bysshe Shelley

Ωδή στον δυτικό άνεμο

Μτφρ.: Αντώνης Μπαλασόπουλος

Ποιητικά, τεύχος 49 (Σεπ-Δεκ. 2022).

 

Ι

Ω, άγριε άνεμε της Δύσης, του Φθινόπωρου πνοή,

εσύ, που αθώρητα παρών τα φύλλα τα νεκρά

διώχνεις, σαν τα φαντάσματα που τρέχουν μακριά από γητευτή,

κίτρινα, μαύρα, κόκκινα σαν χτικιά, ωχρά,

πλήθη απ’ την πανούκλα χτυπημένα: Ω, εσύ 

που οδηγείς σε κρεβάτια σκοτεινά και παγερά 

τα φτερωτά τα σπόρια που κείτονται ψυχρά μέσα στη γη,

καθένα σαν το κουφάρι μες στον τάφο, μέχρις ότου σαλπίσει

η δική σου, της Άνοιξης η κυανή αδελφή

πάνω απ’ την κοιμισμένη γη, για να γεμίσει

(σαν να’ ν’ κοπάδια τα μπουμπούκια τα γλυκά, σ’ αγέρα τα χορτάζει) 

κάμπο, βουνά με χρώματος και μυρωδιάς τη ζήση: 

Πνεύμα άγριο, όπου παντού καλπάζεις·

άκουσε, άκουσε! Καταστροφέα εσύ, που τη ζωή συνάζεις.

 

II

Eσύ, που στη ροή σου, μες στην αντάρα απόκρημν’ ουρανού, 

πέφτουν τα σκόρπια σύννεφα σαν να ν’ της γης φύλλα κιτρινισμένα,

τρανταγμένα απ’ τ’ ανάκατα κλαδιά Αιθέρα κι Ωκεανού,

βροχής αγγέλοι, κεραυνού: εκεί απλωμένα

πάνω στης αέρινής σου ορμής την επιφάνεια την κυανή,

σαν τα λαμπρά μαλλιά τα σηκωμένα 

μιας έξαλλης Μαινάδας, απ’ την άκρια την αχνή 

του ορίζοντα ως του Ζενίθ τα ύψη, 

μπούκλες της καταιγίδας που ’ρχεται. Μοιρολόι εσύ

του χρόνου που πεθαίνει· γι’ αυτόν η νύχτα αυτή που θα εκλείψει,

θα του ’ναι τρούλος μιας αίθουσας πελώριας θανάτου,

με θόλο τους ατμούς που συγκεντρωμένη έχει πήξει 

η ισχύς σου. Από την στέρεα πια ατμόσφαιρά του 

μαύρη βροχή, φωτιά, χαλάζι έρχονται να ξεσπάσουν: Άκου!

 

III

Εσύ που ξύπνησες, ενώ ήταν ξαπλωμένη,

τη γαλανή Μεσόγειο απ’ όνειρο καλοκαιριού, 

μες στον κλοιό των καθαρών ρευμάτων της νανουρισμένη,

σ’ ένα νησί από ελαφρόπετρα σιμά, στου λιμανιού

των Βάιων την αγκάλη, κι είδε μες στον ύπνο αρχοντικά παλιά

και πύργους τρεμάμενους μες στην πιο έντονη τη μέρα του νερού,

όλα γιομάτα γαλάζια βρύα και τόσο γλυκά

λουλούδια που η αίσθηση που τα νοεί λιγοθυμά! Εσύ,

που για να διαβείς, οι ήρεμες δυνάμεις στα νερά

του Ατλαντικού μεριάζουν, ενώ πιο κάτω στον βυθό πολύ,

τ’ άνθια της θάλασσας και τα μουλιασμένα δάση που φορούν

το φύλλωμα το άχυμο του Ωκεανού, γνωρίζουν τη δική σου τη φωνή,

κι άξαφνα απ’ το φόβο τους ασπρίζουν και γερνούν

και τρέμουν κι—άκου!—τον εαυτό τους πώς χαλούν.

 

IV

Νεκρό αν ήμουν φύλλο να μ’ έπαιρνες μαζί σου· 

σύννεφο γοργό μαζί σου να πετώ·

κύμα να στενάζω κάτω απ’ την ισχύ σου, 

την ορμή της δύναμής σου να μοιραστώ, 

αν και πιο λίγο ελεύθερος από σένα, ω Αχάλινε! Κι ακόμα, 

αν ήμουν όπως τότε, παιδί μικρό, 

μαζί σου σύντροφος, πλάνης στο αιθέριο δώμα, 

σαν τότε, που δεν ήταν όνειρο απατηλό 

να σε ξεπέρναγα σ’ ουράνια φόρα, το στόμα 

δεν θ’ άνοιγα για προσευχή μες της πικρής ανάγκης τον καιρό. 

Αχ, σαν κύμα σήκωσέ με, σύννεφο, ή φύλλο! 

Πέφτω στ’ αγκάθια της ζωής! Αιμορραγώ! 

Του χρόνου το βαρύ φορτίο γονάτισε κι έδεσε με ζήλο 

έναν γοργό, αγέρωχο, περήφανο, δικό σου φίλο. 

 

V

Λύρα σου κάνε με όπως τα δάση:

Τι κι αν κι εγώ μ’ αυτά φυλλοβολώ!

Της τρανής σου αρμονίας ο αχός θα πιάσει

κι απ’ τους δυο μας τόνο βαθύ και φθινοπωρινό,

γλυκύ αν και θλιμμένο. Άγριο Πνεύμα, γίνε εσύ

δικό μου πνεύμα! Ακράτητε, γίνε εσύ εγώ!

Σαν φύλλα ξερά, για να καρπίσουν νέα ζωή,

στείλε στο σύμπαν τις νεκρές μου σκέψεις!

Και, με των στίχων αυτών την επωδή,

σκόρπισε μες τους ανθρώπους τις λέξεις

μου, στάχτες και σπίθες μιας εστίας με πύρινο στόμα! 

Στην κοιμισμένη γη με τα χείλη μου να πνεύσεις

τη Σάλπιγγα μιας προφητείας! Αν έχουμε χειμώνα,

ω, Άνεμε, η άνοιξη πόσο αργεί ακόμα;

 

***

 

I

O wild West Wind, thou breath of Autumn's being, 

Thou, from whose unseen presence the leaves dead 

Are driven, like ghosts from an enchanter fleeing, 

Yellow, and black, and pale, and hectic red, 

Pestilence-stricken multitudes: O thou, 

Who chariotest to their dark wintry bed 

The winged seeds, where they lie cold and low, 

Each like a corpse within its grave, until 

Thine azure sister of the Spring shall blow 

Her clarion o'er the dreaming earth, and fill 

(Driving sweet buds like flocks to feed in air) 

With living hues and odours plain and hill: 

Wild Spirit, which art moving everywhere; 

Destroyer and preserver; hear, oh hear! 

 

II

Thou on whose stream, mid the steep sky's commotion, 

Loose clouds like earth's decaying leaves are shed, 

Shook from the tangled boughs of Heaven and Ocean, 

Angels of rain and lightning: there are spread 

On the blue surface of thine aëry surge, 

Like the bright hair uplifted from the head 

Of some fierce Maenad, even from the dim verge 

Of the horizon to the zenith's height, 

The locks of the approaching storm. Thou dirge 

Of the dying year, to which this closing night 

Will be the dome of a vast sepulchre, 

Vaulted with all thy congregated might 

Of vapours, from whose solid atmosphere 

Black rain, and fire, and hail will burst: oh hear! 

 

III

Thou who didst waken from his summer dreams 

The blue Mediterranean, where he lay, 

Lull'd by the coil of his crystalline streams, 

Beside a pumice isle in Baiae's bay, 

And saw in sleep old palaces and towers 

Quivering within the wave's intenser day, 

All overgrown with azure moss and flowers 

So sweet, the sense faints picturing them! Thou 

For whose path the Atlantic's level powers 

Cleave themselves into chasms, while far below 

The sea-blooms and the oozy woods which wear 

The sapless foliage of the ocean, know 

Thy voice, and suddenly grow gray with fear, 

And tremble and despoil themselves: oh hear! 

 

IV

If I were a dead leaf thou mightest bear; 

If I were a swift cloud to fly with thee; 

A wave to pant beneath thy power, and share 

The impulse of thy strength, only less free 

Than thou, O uncontrollable! If even 

I were as in my boyhood, and could be 

The comrade of thy wanderings over Heaven, 

As then, when to outstrip thy skiey speed 

Scarce seem'd a vision; I would ne'er have striven 

As thus with thee in prayer in my sore need. 

Oh, lift me as a wave, a leaf, a cloud! 

I fall upon the thorns of life! I bleed! 

A heavy weight of hours has chain'd and bow'd 

One too like thee: tameless, and swift, and proud. 

 

V

Make me thy lyre, even as the forest is: 

What if my leaves are falling like its own! 

The tumult of thy mighty harmonies 

Will take from both a deep, autumnal tone, 

Sweet though in sadness. Be thou, Spirit fierce, 

My spirit! Be thou me, impetuous one! 

Drive my dead thoughts over the universe 

Like wither'd leaves to quicken a new birth! 

And, by the incantation of this verse, 

Scatter, as from an unextinguish'd hearth 

Ashes and sparks, my words among mankind! 

Be through my lips to unawaken'd earth 

The trumpet of a prophecy! O Wind, 

If Winter comes, can Spring be far behind?

 

Comments

Δημοφιλή

Carol Ann Duffy-Δύο αντιπολεμικά ποιήματα

Tο βιβλίο των χεριών

Το βασίλειο της σκιάς

Δύο ποιήματα για την Παλαιστίνη, Μονόκλ