ΚΙΒΩΤΟΣ Η βροχή ξεκίνησε όπως συνήθως ξεκινούν οι βροχές: τα σύννεφα πύκνωσαν, το λευκό τους έγινε γκρίζο κι έπειτα κατέβηκε τα σκαλιά της απόχρωσης προς το μαύρο καθώς τα φούσκωνε το νερό. Ο αέρας ψύχρανε και το φως μειώθηκε, σαν κάποιος να χαμήλωνε τον ροοστάτη τ’ ουρανού. Οι πρώτες ψιχάλες ήταν ήδη χοντρές. Έπεσαν βαριά, με θόρυβο, στις λαμαρίνες και στο μέταλλο, στην άσφαλτο και στο τσιμέντο, στις γκρίζες στέγες της πόλης, στα κεφάλια ζώων και ανθρώπων. Κι όπως πάλι συνήθως συμβαίνει, η κυκλοφοριακή ροή στο σώμα της πόλεως άλλαξε, πύκνωσε, βράδυνε. Στα φανάρια, που αιμορραγούσαν κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί, κομμένα απ’ τις λεπίδες των υαλοκαθαριστήρων, εμφανίστηκαν θρομβώσεις από αυτοκίνητα, τ’ αστραφτερά τους μέταλλα συνωστίζονταν σε καραβάνια, κι από τους δρόμους, εκεί που δεν υπήρχε ούτε στέγαστρο ούτε άλλη προστασία απ’ το νερό, αραίωσαν άνθρωποι και σκύλοι και φυσικά γατιά και βγήκαν, αργά και σταθερά, πομπές από ομπρέλες, όπως κάποιες φορές συμβαίνει στους Επιταφίους. « Ε